Tην εποχή του Πλάτωνος η λέξη πανδημία σήμαινε «το σύνολο του λαού, δηλ. άνδρες, γυναίκες και παιδιά» (Νόμοι 829b). Σήμερα είναι ιατρικός όρος με αποτρόπαιες συνηχήσεις. Τα Πανδήμεια ήταν παλλαϊκή εορτή προς τιμήν του Πανδήμου Διός τον β′ και γ′ μ.Χ. αιώνα στη Μικρά Ασία και στα ενδότερα της Ανατολίας. Ο Φίλων Ιουδαίος, ελληνίζων φιλόσοφος της Αλεξάνδρειας και σύγχρονος του Ιησού Χριστού, αναφέρει σε μία παρομοίωση την «πάνδημον συμφοράν» κατά την οποία οι ιατροί γίνονται ασθενείς γιατί κολλούν τη «λοιμώδη νόσον» (Περί συγχύσεως διαλέκτων, VII. 22).
Κάτω από τη σκιά της τρέχουσας πανδημίας πολλοί φορούν χειρουργικές μάσκες. (Αποφεύγω προς το παρόν να φοράω). Κάποιοι προσθέτουν και χειρουργικά γάντια στην περιβολή εκστρατείας τους. Μια μερίδα ειδικών υποστηρίζει ότι η μάσκα προστατεύει περισσότερον εκείνους που συναντάει ο «μασκοφόρος» παρά τον ίδιο. Κατά τον καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα η μάσκα, όταν τη χρησιμοποιεί ένας απλός πολίτης, μπορεί να εμπνεύσει σε αυτόν την «ψευδή αίσθηση» (φράση του καλού καθηγητή) ότι είναι άτρωτος απέναντι στον κορωνοϊό. Στο θέατρο της καθημερινής ζωής η χειρουργική μάσκα καταλήγει, θα λέγαμε, να είναι ένα προσωπείο το οποίο περικλείει τη δύναμη της ψευδαίσθησης. Ο οβιδιανή― ή μάλλον COVIDιανή― μάσκα συγκαλύπτει την ταυτότητά μας, μεταμορφώνοντάς μας σε κάποιον δήθεν άτρωτο.
Φοράμε το ιατρικό εξάρτημα αυτό ωσάν να ήταν το ασώματο κεφάλι της μυθικής Γοργούς Μέδουσας. Στην αρχαϊκή τέχνη η κεφαλή αυτή, γνωστή ως γοργόνειο, είχε φιδίσια χαίτη, ορθάνοιχτο στόμα, προτεταμένη απειλητική γλώσσα, μυτερά δόντια, γουρλωμένα μάτια και ίχνη γένειων, και απολίθωνε, υποτίθεται, τον εχθρό που την αντίκριζε. Η βρετανίδα θρησκειολόγος Jane Harrison πρότεινε στις αρχές του 20ου αιώνα ότι η κεφαλή αυτή προήλθε από “πρωτόγονη μάσκα”. Aπό την κλασική περίοδο και έπειτα η φυλακτήρια μάσκα αυτή (ένα είδος φετίχ) εξημερώθηκε, εξομοιώθηκε με το πρόσωπο μιας όμορφης γυναίκας, αλλά διατηρούσε κατά κανόνα τo αποτρεπτικό αρχέγονο βλέμμα. Σχεδόν καθ’όλην την αρχαιότητα οι Έλληνες τοποθετούσαν το γοργόνειο σε ασπίδες πολεμιστών, σε αετώματα και ακροκέραμα ναών, σε νομίσματα και ταφικά μνημεία, και ακόμη και σε φούρνους για να διώξουν τα κακά δαιμόνια από το ψωμί όταν ψηνόταν.
Από τον περασμένο μήνα πολλοί από μας φοράμε μάσκα για να πάμε στον φούρνο, στο supermarket και στις άλλες δουλειές μας. Εξορκίζουμε έτσι τα μιαρά, πνευμονοβόρα δαιμόνιαπου ελλοχεύουν στη χαρτοσακούλα, την επιφάνεια της κονσέρβας και κυρίως στην αναπνοή των πλησίον μας. Η μάσκα γίνεται σιγά-σιγά είδος πρώτης ανάγκης και εργαλείο της υποχρεωτικής “αποστασιοποίησης” και απομόνωσης. Οδηγοί και επιβάτες αυτοκινήτων, δρομείς και περιπατητές στο Ζάππειο, διανομείς εστιατορίων και τόσοι άλλοι κυκλοφορούν ως προσωπιδοφόροι προάγγελοι της νέας μοναξιάς. Συμπληρώνουν την εικόνα της ερήμωσης των αστικών κέντρων ανά τον κόσμο. Σήμερα, Μεγάλη Παρασκευή, είναι ιδιαίτερα κατάλληλα τα εμβλήματα του φόβου και της μοναξιάς.
Το περασμένο Σάββατο παρακολούθησα την ψηφιακή συζήτηση, σε ζωντανή μετάδοση, του Αρχιεπισκόπου Βορείου Αμερικής Ελπιδοφόρου με το ποίμνιό του (https://www.facebook.com/ArchbishopElpidophoros/videos/2842824119146731. Μιλώντας από την πολύπαθη Νέα Υόρκη, απηύθυνε λίγα λόγια εισαγωγικά:
“Ο Χριστός, προδομένος, εγκαταλελειμμένος από τους Μαθητές του, πέθανε μόνος του πάνω στον Σταυρό. Να το θυμάσθε αυτό την ώρα του φόβου και της μοναξιάς σας. Και ο Χριστός ένιωσε τη μοναξιά, βρέθηκε στην ίδια θέση με σας και είναι κοντά σας τώρα”.
Θυμήθηκα αμέσως μια είδηση που είχα διαβάσειστο φύλλο της 28ης Μαρτίου της Washington Post: “Στη Νέα Υόρκη, το επίκεντρο της έξαρσης της πανδημίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, ιερείς των νοσοκομείων κοινωνούν τους πιστούς που πεθαίνουν, μέσω video chats ή στεκόμενοι έξω από την πόρτα του δωματίου τους».Έσχατη μοναξιά.
Μεγάλη Παρασκευή 2020, θυμόμαστε την ερήμωση του θανάτου και βιώνουμε εφέτος, όπως και κάθε χρόνο, την έσχατη εγκατάλειψη του Χριστού. Δεν έχει σημασία αν βιώνουμε τη Σταύρωση νοερώς ή από τηλεοράσεως ή στο διαδίκτυο ή ακόμη (πράγμα αδύνατο εφέτος) μέσα στην εκκλησία. Και στις τέσσερις αυτές περιπτώσεις, βλέπουμε τη Σταύρωση “από μακρόθεν”, όπως η Μαρία η Μαγδαληνή: “Ἦσαν δὲ ἐκεῖ γυναῖκες πολλαὶ ἀπὸ μακρόθεν θεωροῦσαι, αἵτινες ἠκολούθησαν τῷ ᾽Ιησοῦ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας διακονοῦσαι˙ ἐν αἷς ἦν Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ…” (Ματθαίος 27.55-56).