CNN: O Τραμπ ήταν «παραληρηματικός» στις συνομιλίες με Πούτιν και Ερντογάν
Ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, ήταν τόσο απροετοίμαστος για συνομιλίες με τους ηγέτες της Ρωσίας και της Τουρκίας, που τακτικά έθετε σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ ενώ καυχιόταν για τα επιτεύγματά του, ανέφερε τη Δευτέρα ο Καρλ Μπέρνσταϊν του CΝΝ.
Σε εκατοντάδες κλήσεις, στις οποίες αναφέρθηκαν ανώνυμες πηγές, σύμφωνα με τον Μπέρνσταϊν, ο Τραμπ σχεδόν ποτέ δεν διάβαζε το ενημερωτικό υλικό που προετοίμαζαν οι υπηρεσίες πληροφοριών, και συχνά είχε μη προγραμματισμένες κλήσεις από ξένους ηγέτες, αφήνοντας έκπληκτους κορυφαίους συμβούλους εθνικής ασφαλείας.
Δύο ανώνυμες πηγές είπαν στον Μπέρνσταϊν πως η τακτικότητα των κλήσεων κι η συμπεριφορά του Τραμπ τους έκαναν να πιστεύουν πως ο πρόεδρος ήταν «παραληρηματικός» και νόμιζε πως μπορούσε να γοητεύσει ή να εκφοβίσει άλλους ηγέτες να κάνουν αυτό που ήθελε. Κάποιες φορές ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, καλούσε τον Τραμπ τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα, και υπήρχαν εντολές να περνούν οι κλήσεις απευθείας στον Τραμπ. Πηγές ανέφεραν πως ο Τραμπ δεν ήταν σχεδόν ποτέ προετοιμασμένος, και ήταν ευάλωτος σε εκμετάλλευση.
Σε τακτικές συνομιλίες με τον Ρώσο πρόεδρο Βλάντιμιρ Πούτιν ο Τραμπ «μιλούσε περισσότερο για τον εαυτό του» ανέφερε ο Μπέρνσταϊν, «διεκδικώντας την εκτίμηση και την έγκριση του Πούτιν».
«Ο Τραμπ παραδίδει το πλεονέκτημα που κερδήθηκε στον Ψυχρό Πόλεμο» είπε ένας αξιωματούχος στο CNN. «Δίνει στη Ρωσία διέξοδο- επειδή δεν υπάρχει αμφιβολία πως είναι παρακμάζουσα δύναμη...παίζει με κάτι που δεν καταλαβαίνει και τους δίνει δύναμη που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν (επιθετικά)».
Μια πηγή περιέγραψε τις κλήσεις μεταξύ Τραμπ και Πούτιν σαν κάτι ανάμεσα σε «δύο τύπους σε μια σάουνα».
Ο Τραμπ, σύμφωνα με τις αναφορές, τακτικά εκφόβιζε και μείωνε ηγέτες συμμαχικών χωρών, όπως την Τερέζα Μέι, στην οποία είπε ότι ήταν αδύναμη και δεν είχε θάρρος και την Άνγκελα Μέρκελ, στην οποία είπε πως ήταν «χαζή». Παρόλα αυτά, καυχιόταν σε ηγέτες όπως ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, διάδοχος του θρόνου της Σαουδικής Αραβίας, και τον Κιμ Γιονγκ Ουν της Βόρειας Κορέας για τον πλούτο, την ευφυΐα και τα επιτεύγματά του ως πρόεδρος.
Στις συζητήσεις με τον Πούτιν και τον Ερντογάν του άρεσε να αποδοκιμάζει τον Τζορτζ Μπους και τον Μπαράκ Ομπάμα και να υποστηρίζει πως οι διαπραγμάτευση απευθείας με τον ίδιο θα ήταν πολύ πιο επωφελής σε σχέση με άλλες, προηγούμενες κυβερνήσεις.
Πέρα από τη Μέρκελ και τη Μέι, ανέφεραν δύο πηγές, ο Τραμπ τακτικά εκφόβιζε και υποτιμούσε άλλους ηγέτες της Δύσης στις τηλεφωνικές συνομιλίες, μεταξύ των οποίων ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, ο Καναδός πρωθυπουργός Τζάστιν Τριντό και ο Αυστραλός πρωθυπουργός Σκοτ Μόρισον. Μαζί με τον Ερντογάν, κανένας άλλος ξένος ηγέτης δεν είχε περισσότερες συνομιλίες με τον Τραμπ από τον Μακρόν, σύμφωνα με τις πηγές, με τον Γάλλο πρόεδρο συχνά να προσπαθεί να τον πείσει να αλλάξει στάση σε θέματα περιβάλλοντος και ασφαλείας, όπως η κλιματική αλλαγή και η απόσυρση από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Ο Μακρόν συνήθως δεν κατάφερνε να πετύχει κάτι σε ουσιώδη θέματα, ενώ ο Τραμπ εκνευριζόταν από τα αιτήματα του Γάλλου προέδρου και τον υπέβαλλε σε «κηρύγματα», ειδικά για τη Γαλλία και άλλες χώρες που δεν πιάνουν τους στόχους δαπανών του ΝΑΤΟ, τις πολιτικές τους για τη μετανάστευση κ.α. Ωστόσο οι πιο σκληρές του επιθέσεις ήταν στις γυναίκες αρχηγούς κρατών: Σε συζητήσεις με τη Μέι και τη Μέρκελ τις υποτιμούσε με σχεδόν «σαδιστικό τρόπο» σύμφωνα με αυτά που είπε μια πηγή και επιβεβαίωσαν άλλες. «Κάποια από αυτά που της είπε ήταν σχεδόν απίστευτα: Τη χαρακτήρισε “χαζή” και την κατηγόρησε ότι ήταν στο τσεπάκι των Ρώσων» σημείωσε σχετικά. Οι κλήσεις ήταν τόσο ασυνήθιστες, επιβεβαίωσε ένας Γερμανός αξιωματούχος, που υπήρξε ειδική μέριμνα για να παραμείνει μυστικό το περιεχόμενό τους. Αντίστοιχη ήταν η στάση του και απέναντι στην Τερέζα Μέι. Η Μέρκελ παρέμενε ψύχραιμη, και απαντούσε παρουσιάζοντας δεδομένα, ενώ η Μέι, αντ’αυτού, συγχυζόταν.
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλούσαν πάντως οι συνομιλίες του με τον Πούτιν και τον Ερντογάν, καθώς ήταν σχεδόν πάντα απροετοίμαστος, και ως εκ τούτου επιρρεπής στο να τον εκμεταλλεύονται. Η συχνότητα των συνομιλιών με τον Ερντογάν, ο οποίος συνέχεια ζητούσε παραχωρήσεις και χάρες, ανησυχούσε ιδιαίτερα τους ΜακΜάστερ και Μπόλτον, συμβούλους εθνικής ασφαλείας, και τον προσωπάρχη Τζον Κέλι, λόγω της ευκολίας με την οποία ο Τούρκος πρόεδρος παρέκαμπτε τα κανονικά πρωτόκολλα του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας για να μιλήσει με τον πρόεδρο.
Ο Ερντογάν από ένα σημείο και μετά ήξερε τόσο καλά πώς να μιλήσει απευθείας με τον πρόεδρο, που κάποιοι σύμβουλοι του Λευκού Οίκου πίστευαν πως οι τουρκικές υπηρεσίες πληροφοριών στην Ουάσινγκτον χρησιμοποιούσαν το πρόγραμμα του Τραμπ για να παρέχουν στον Ερντογάν πληροφορίες σχετικά με το πότε ήταν διαθέσιμος για συνομιλίες. Σε κάποιες περιπτώσεις τον έβρισκε ενώ ήταν στο γήπεδο του γκολφ και ο Τραμπ καθυστερούσε το παιχνίδι, καθώς μιλούσαν πολλή ώρα. Σύμφωνα με πηγές, κατά κανόνα ήταν ανενημέρωτος για την κατάσταση στη Συρία και τη Μέση Ανατολή, οπότε δεν ήταν σε θέση να μιλά επί ίσοις όροις με τον Ερντογάν. Κάποιες αποφάσεις για τη Συρία, όπως η απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων, φέρονται να συνδέονται απευθείας με αυτές τις συνομιλίες.
Κατά καιρούς ο Τραμπ θύμωνε με τον Ερντογάν, εξαιτίας αιτημάτων για προνομιακή μεταχείριση της Τουρκίας στο εμπόριο και για την άρνηση απελευθέρωσης του φυλακισθέντος Αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον (εν τέλει απελευθερώθηκε το 2018).
Σύμφωνα με τον Μπέρνσταϊν, υπάρχουν σημειώσεις για τις κλήσεις, καθώς και απομαγνητοφωνήσεις κατά προσέγγιση, καθώς και περιλήψεις από συζητήσεις που μπορεί να ενισχύουν τους ισχυρισμούς Μπόλτον σε βάρος του Τραμπ για την υπόθεση της τουρκικής τράπεζας Halkbank, η οποία φέρεται να συνδέεται με τον Ερντογάν και την οικογένειά του. Σύμφωνα με πηγή, το θέμα τέθηκε σε πάνω από μια συζήτηση.
Σε σχετικό σχόλιο, η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Σάρα Μάθιους, είπε πως «ο πρόεδρος Τραμπ είναι διεθνούς εμβέλεια διαπραγματευτής, που έχει υποστηρίξει με συνέπεια τα συμφέροντα της Αμερικής σε παγκόσμιο επίπεδο. Από τη διαπραγμάτευση για την πρώτη φάση της συμφωνίας με την Κίνα...μέχρι τη συμβολή των συμμάχων στο ΝΑΤΟ και την ήττα του ISIS, έχει δείξει τη δυνατότητά του να προωθεί τα αμερικανικά στρατηγικά συμφέροντα».