Η διεθνής κατάρρευση της Pizza Hut και τα ελληνικά απόνερα
Η αποχώρηση της αλυσίδας Pizza Hut από την Ελλάδα ήρθε να υπογραμμίσει την κρίση που διέρχεται παγκοσμίως η αγορά εστίασης και όχι μόνο, ξαναφέρνοντας στο προσκήνιο «επεισόδια» επιχειρηματικών αποχωρήσεων ξένων σημάτων από τη χώρα.
Μπορεί η παρουσία της Pizza Hut στην Ελλάδα (μόλις 16 καταστήματα) να ήταν μικρή, ωστόσο προκάλεσε αίσθηση, αφενός γιατί πρόκειται για το πρώτο «λουκέτο» διεθνούς σήματος μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, και αφετέρου γιατί αφορά στο πρώτο μαζικό κλείσιμο στο κλάδο της εστίασης. Νωρίτερα, ωστόσο, σε αντίστοιχη κίνηση είχε προβεί η NPC International, ο μεγαλύτερος franchisee της Pizza Hut στις ΗΠΑ, γεγονός που αποδεικνύει την επίδραση της πανδημίας παγκοσμίως.
Όπως, ανάφερε η διοίκηση της εν Ελλάδι αλυσίδας, τα τελευταία χρόνια η λειτουργία της ήταν ζημιογόνα, και παρά τις ενέσεις «ρευστότητας» δεν κατάφερε να αποκτήσει βιώσιμο μέλλον, πολύ περισσότερο όταν μετά την πρόσφατη κρίση το σύνολο της μαζικής εστίασης μετρά απώλειες τζίρου που αγγίζουν το 50%. Επιπλέον, σε μια αγορά έντονου ανταγωνισμού, ορισμένα επώνυμα σήματα, μπορεί επίσης και να «ξεθωριάσουν», χάνοντας τη δυναμική τους και την απήχηση τους στον καταναλωτή.
Η FOOD Plus, η ελληνική εταιρία που «έτρεχε» το σήμα στην Ελλάδα, αναφέρει δε ότι λόγω των διεθνών εξελίξεων δεν μπορούσε πλέον να χρησιμοποιεί τη φίρμα Pizza Hut. Από την άλλη, ως διαχειρίστρια και της αλυσίδας KFC (επίσης αμερικανικής προέλευσης), η διοίκηση της Food Plus διαβεβαιώνει πως θα συνεχίσει απρόσκοπτα να αναπτύσσει το συγκεκριμένο brand στη χώρα, το οποίο όπως υποστηρίζει αναπτύσσεται σημαντικά και κερδοφόρα.
Σημειώνεται ότι η Food Plus, είναι εταιρία συμφερόντων της οικογένειας Τάνε, του επί σειρά δεκαετιών προέδρου της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας, Μηνά Τάνε. Πρόεδρος της εταιρίας είναι σήμερα ο γιος του, Γιώργος Τάνες, ο οποίος είναι επίσης ιδρυτής και επικεφαλής της εταιρίας marketing, διαφήμισης και επικοινωνίας Frank & Frame.
Η εταιρία ανάφερε δε ότι θα καλύψει πλήρως τις υποχρεώσεις προς πιστωτές, προμηθευτές και τους 159 εργαζόμενους της.
Η απόφαση αποχώρησης μοιάζει ως μια πολυπαραγοντική εξίσωση, που δεν οδηγεί πάντα το ίδιο αποτέλεσμα. Για παράδειγμα, την προσφυγή τους στο περιβόητο άρθρο 11 του αμερικανικού πτωχευτικού έχουν ανακοινώσει η εταιρία ένδυσης Brooks Broothers, χωρίς ωστόσο αυτή η κίνηση να επηρεάζει τις διεθνείς της δραστηριότητες. Αποσκοπούσε κυρίως στην προστασία από τους πιστωτές της έως ότου βρει νέο στρατηγικό επενδυτή και επιτύχει μια «δίκαιη» απομείωση δανείων και χρεών. Η αντιπρόσωπος της φίρμας στην ελληνική αγορά - LT APPAREL AE- που έχει επίσης τα δικαιώματα εκμετάλλευσης της Brooks Brothers στην Κύπρο, τις Βαλκανικές χώρες και το Μονακό, έχει μάλιστα ανακοινώσει ότι δεν αναμένεται να έχει καμία άμεση επίπτωση από την προσφυγή της αμερικανικής εταιρίας στο άρθρο 11.
Αντιστοίχως μετά την προσφυγή της Hertz στο άρθρο 11 στις ΗΠΑ, για τις δραστηριότητες της στη Βόρεια Αμερική και τον Καναδά, οι ανά τον κόσμο συνεργάτες της και διαχειριστές του σήματος συνεχίζουν τη δραστηριότητα τους, χωρίς επίπτωση από την παραπάνω κίνηση. Η εισηγμένη μάλιστα Autohellas (μέλος του ομίλου επιχειρήσεων της οικογένειας Βασιλάκη), και η οποία εκμεταλλεύεται το σήμα της Hertz σε Ελλάδα και σε 7 χώρες στην περιοχή των Βαλκανίων, έχει ήδη ανακοινώσει ότι δεν έχει μετοχική σχέση με την Hertz Global, ούτε σχέση πιστωτή της Hertz Global αρά δεν έχει άμεση οικονομική επίπτωση από την εξέλιξη αυτή.
Επίσης, κανονικά τροφοδοτούνται και άλλες ελληνικές επιχειρήσεις που αντιπροσωπεύουν ή είναι franchisees ξένων αλυσίδων παρά τις «κακοτοπιές» των μητρικών. ’Ετσι, η Κλουκίνας – Λάππας συνεχίζει να αναπτύσσει το σήμα Mothercare και η ELC σε Ελλάδα και Βαλκάνια, παρά τη διαδικασία πτώχευσης στην όποια έχει περιέλθει η βρετανική ομώνυμη αλυσίδα.