Τι να πάρει το 2020 φεύγοντας και τι να μας αφήσει
Θυμάμαι την περσινή παραμονή Πρωτοχρονιάς. Θα πηγαίναμε σε ένα φιλικό σπίτι και ήμουν χαρούμενη. Είχαμε αναλάβει να φέρουμε εμείς τη βασιλόπιτα και σκέφτηκα πως χρειαζόταν οπωσδήποτε κι ένα δωράκι για όποιον κέρδιζε το φλουρί. Επειδή ήμασταν σε χωριό δεν μπορούσα να αγοράσω κάτι κι έτσι ζωγράφισα σε ένα βότσαλο ένα δεντράκι κι έγραψα από κάτω «2020». Είχα πολλές ευχές για το 2020 και ούτε που μπορούσα να φανταστώ πως σε έναν χρόνο η ζωή σε όλον τον πλανήτη θα ήταν όπως σε αυτές τις φουτουριστικές ταινίες που έχουν θλιμμένη απόχρωση και τρόμο.
Έναν χρόνο μετά λοιπόν περιμένουμε την Πρωτοχρονιά και κάνουμε όπως πάντα απολογισμούς. Είναι πολύ εύκολο να πούμε πως απλώς ευχόμαστε να φύγει αυτή η καταραμένη και απαίσια χρονιά και να ευχηθούμε να επιστρέψουμε στη ζωή που είχαμε πριν τον κορονοϊό. Όμως, η αλήθεια είναι πως δεν θα επιστρέψουμε ποτέ εκεί και δεν θα είμαστε ποτέ ξανά ίδιοι. Γιατί μετά από μια δοκιμασία ποτέ κανείς δεν επέστρεψε απαράλλαχτος στην προηγούμενη κατάσταση.
Τι θα ευχόμουν λοιπόν να πάρει μαζί του το 2020 φεύγοντας; Θα ήθελα να πάρει τον θάνατο που γυρίζει έτσι αδίστακτα τον κόσμο. Θα ήθελα να πάρει τον τρόμο και τη φοβία, τα εμμονικά πλυσίματα των χεριών, τον δισταγμό να πλησιάσουμε έναν άνθρωπο που αγαπάμε ή που γνωρίζουμε για πρώτη φορά. Θα ήθελα οπωσδήποτε να πάρει τον εγωισμό και την οργή, τις συνεχείς κατηγορίες που εκτοξεύει ο ένας στον άλλον χωρίς κανένα νόημα, χωρίς κανένα σκοπό. Θα ήθελα να πάρει τις μάσκες από τα παιδικά προσωπάκια αλλά και από τα δικά μας πρόσωπα, όταν τους χαμογελάμε. Θα ήθελα να πάρει την κούραση από τους γιατρούς, τους νοσηλευτές, τους διανομείς, τους υπαλλήλους των σούπερ μάρκετ και όλους εκείνους που εργάστηκαν διπλά για να μπορεί να συνεχίζεται η καθημερινότητα μέσα σε μια τεράστια απειλή. Θα ήθελα να πάρει την οικονομική αβεβαιότητα, την απόγνωση, την προοπτική μιας νέας κρίσης σαν αυτή που μόλις είχαμε αρχίσει να ξεπερνάμε.
Και τι θα ήθελα να κρατήσω από το 2020; Θα ήθελα να κρατήσω τα βράδια που όλοι συντονιζόμασταν σε μια συναυλία χωρίς κοινό. Τη μουσική που απάλυνε τη μοναξιά, τη θλίψη μας και την απόγνωσή μας. Θα ήθελα να κρατήσω τις δασκάλες και τους δασκάλους που προσπαθούν μέσα από απερίγραπτες συνθήκες όχι μόνο να διδάξουν αλλά και να δώσουν χαρά και δύναμη στους μαθητές τους. Θα ήθελα να κρατήσω τα παιδιά που βρίσκουν πάντα τον τρόπο να παίζουν. Θα ήθελα να κρατήσω τη δύναμη και τις υπερβάσεις όσων δουλεύουν διπλά για να διατηρείται η ισορροπία στην καθημερινότητά μας.
Θα ήθελα να κρατήσω εκείνες τις ανάσες που παίρνουμε στα κλεφτά, όταν κατεβάζουμε για λίγο τη μάσκα. Είναι οι πιο πολύτιμες ανάσες της ζωής που τόσο καιρό δεν εκτιμούσαμε. Θα ήθελα να κρατήσω τους ανθρώπους που βλέπω με αθλητικά παπούτσια και φόρμες να περπατάνε ή να τρέχουν ή να κάνουν ποδήλατο. Θα ήθελα να κρατήσω τους ατέλειωτους περιπάτους που κάνουμε με τα παιδιά μας και επειδή δεν έχουμε άλλες αποσπάσεις τώρα μπορούμε να χαρούμε αληθινά το νερό στο συντριβάνι ή τα πεσμένα κίτρινα φύλλα. Τέλος, θα ήθελα να κρατήσω την αγάπη που βρίσκει πάντα τον τρόπο να ταξιδεύει. Μέσα από οθόνες, από μηνύματα, από τηλεφωνήματα, από ζωγραφιές, από κείμενα η αγάπη το 2020 ταξίδεψε όσο ποτέ γιατί πολύ απλά καταλάβαμε ότι δεν είναι αυτονόητο το χαμόγελο του γονιού σου ή η παρέα του φίλου σου.
Τέλος θα ήθελα να κρατήσω δυο αρετές που έλειπαν πολύ από τη χώρα μας και που πιστεύω πως αυτή τη χρονιά αναγκαστήκαμε περισσότερο να έχουμε. Την πειθαρχία και την υπομονή. Δεν πίστευα στα μάτια μου όταν μπήκα στο λεωφορείο την προηγούμενη εβδομάδα και είδα άδειες θέσεις και τους μισούς επιβάτες να στέκονται όρθιοι χωρίς νεύρα, όπως προβλέπεται για το δικό τους το καλό και το καλό των άλλων. Νιώθω όμορφα που πια δεν συνωστιζόμαστε στα καταστήματα σαν τα ζώα που σπρώχνονται για να φάνε και μπορούμε να περιμένουμε ήρεμα τη σειρά μας. Και στα παιδιά ίσως κάνει καλό που δεν μπορούν πια να μπουν στα καταστήματα και να απαιτήσουν ουρλιάζοντας να πάρουν ό,τι θέλουν. Σε μια εποχή που τα παιδιά μεγάλωναν χωρίς όρια και ευγνωμοσύνη, η πανδημία έκανε αυτό που αδυνατούσαν να κάνουν οι γονείς τους.
Εν κατακλείδι, ας μη βιαστούμε να διώξουμε το 2020 με τις κλωτσιές. Όσα όνειρα κι ας μας γκρέμισε, όσο κι αν μας τρόμαξε, όσο κι αν μας πόνεσε. Μόνο με αυτά που μας έδωσε μπορούμε να παλέψουμε ξανά για κάτι καλύτερο ο καθένας μας ξεχωριστά και ως κοινωνία.