Τα μαντεύματα, το τυχερό «χρυσό φλουρί» και γιατί βάζουμε νόμισμα στην βασιλόπιτα
«Παράλληλα με αυτό που μαρτυρείται παραδοσιακά σε αγροτοκτηνοτροφικές περιοχές και ενίοτε υπάρχει ακόμη, σταδιακά, στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, εισάγεται, στα αστικά κέντρα πρώτα, η συνήθεια της γλυκιάς βασιλόπιτας, της βασιλόπιτας κέικ.
Η βασιλόπιτα αυτή έχει μέσα ένα χρυσό νόμισμα, ένα φλουρί, που όποιος το βρει θα είναι ο τυχερός της χρονιάς. Αυτό, στην αρχική του μορφή, έρχεται από τη Δύση. Γιατί; Επειδή στη Δύση γιορτάζουν τους τρεις Μάγους ως βασιλιάδες, τη δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων.
Προς τιμήν τους έκαναν ένα συγκεκριμένο γλυκό, παραδοσιακό, όπως εμείς φτιάχνουμε τα μελομακάρονα, το οποίο έλεγαν ”Γλυκό του Βασιλιά”, Gateau de Rois».
Οι τελετουργικές πίτες που έρχονται από τα βάθη του χρόνου, τα μελομακάρονα και τα γαλλικά γλυκά μακαρόν, η εξέλιξη των εθίμων στον αστικό πολιτισμό, η σύνδεση της βασιλόπιτας με τον Άγιο Βασίλειο, τα μαντεύματα και η έννοια του ενός τυχερού νομίσματος, η «μαγική» σημασία, ο πολλαπλά ισχυρός συμβολισμός του -η απεικόνιση, το πρόσωπο, το μάτι, το σχήμα, ακόμη και το μέταλλο- αλλά και η παραδοχή «πρέπει να ξεχωρίζουμε τον παραδοσιακό πολιτισμό σε παλιό και νέο, σε παραδοσιακό και νεωτερικό. Παράδοση υπάρχει, αλλά παράδοση νεωτερική».
Ο κ. Εμμανουήλ Βαρβούνης, καθηγητής Λαογραφίας και πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης απαντά στις ερωτήσεις της HuffPost και λύνει -σε μία γοητευτική αφήγηση- όλες τις απορίες για το έθιμο της βασιλόπιτας.
-Πόσο παλαιό είναι το έθιμο; Οι ρίζες του βρίσκονται όντως στην αρχαία Ελλάδα, στα Κρόνια, γιορτές προς τιμήν του Κρόνου και της Ρέας, οπότε και παρασκευάζονταν εορταστικοί άρτοι και στη συνέχεια, στα Σατουρνάλια της αρχαίας Ρώμης που γίνονταν τον Δεκέμβριο;
Πράγματι, είναι πανάρχαιη η συνήθεια, σε οριακές, μεθοριακές και διαβατήριες εποχές του χρόνου, δηλαδή όταν ο άνθρωπος αισθάνεται ότι περνάει από την μία εποχή στην άλλη, ή από μία κατάσταση σε άλλη, να κατασκευάζονται τελετουργικές πίτες, γλυκές ή αλμυρές, οι οποίες προσφέρονται στους θεούς, κυρίως για να τους καλοπιάσουν.
Πρόκειται για μία σειρά από προσφορές που λέγονται μειλιγμοί, επειδή συνήθως οι πίτες ήταν γλυκές (εξού και η λέξη αμείλικτος, αυτός που δεν έχει υποστεί μειλιγμό, άρα είναι άτεγκτος απέναντι μας).
Η συνήθεια αυτή είναι πανάρχαιη και απαντάται σε πολλούς λαούς. Βεβαίως και στα Κρόνια και στα ρωμαϊκά Σατουρνάλια κατόπιν, είχαμε τέτοιες προσφορές από πλακούντες, δηλαδή γλυκές πίτες. Είναι μία συνήθεια που υπάρχει σε όλες τις ανάλογες προσφορές, από τις πίτες της Πρωτοχρονιάς μέχρι τις πίτες και τα κουλουράκια που φτιάχνουν οι συγγενείς τα Ψυχοσάββατα και μοιράζουν στον κόσμο για να συγχωρέσουν τους νεκρούς τους.
-Και η πίτα της Πρωτοχρονιάς;
Ειδικότερα στην πίτα της Πρωτοχρονιάς, έχουμε δύο κατηγορίες βασιλόπιτας.
Είναι η παραδοσιακή ελληνική βασιλόπιτα, η οποία είναι μία πίτα ή ένα ψωμί το οποίο ετοιμάζεται για το τραπέζι της Πρωτοχρονιάς και είναι και η φερμένη από το εξωτερικό, γλυκιά βασιλόπιτα.
Ας μιλήσουμε πρώτα για την παραδοσιακή, την παλιά, ας την πούμε, ελληνική βασιλόπιτα. Συνήθως ήταν ένα ψωμί, ένας τελετουργικός άρτος. Με τον όρο αυτόν, εννοούμε το ψωμί που δεν τρώμε κάθε μέρα στο τραπέζι, αλλά το παρασκευάζουμε σε πολύ συγκεκριμένες στιγμές, όπως για παράδειγμα, το «χριστόψωμο», η «λαμπροκουλούρα», τα πρόσφορα και βεβαίως, η «βασιλοκουλούρα» ή «κουλούρα της Πρωτοχρονιάς», η οποία ήταν ψωμί στολισμένο με σχέδια από ζυμάρι -αστέρια, πουλιά, λουλούδια, διάφορα φυτικά και ζωικά διακοσμητικά θέματα- και καρύδια, το οποίο έψηναν στους φούρνους και έκοβαν στο τραπέζι της Πρωτοχρονιάς.
Στις περισσότερες περιοχές, κυρίως της ηπειρωτικής Ελλάδας, η βασιλόπιτα ήταν μία αλμυρή πίτα, συνήθως κρεατόπιτα ή πρασόπιτα, που οι νοικοκυρές ετοίμαζαν ειδικά για το επίσημο, το τελετουργικό τραπέζι το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς. Μέσα σε αυτή την πίτα, ακριβώς επειδή είχαν την ιδέα ότι αρχίζει η νέα χρονιά, άρα πρέπει να γίνουν ορισμένα μαντεύματα -πάντα γίνονται στις ενάρξεις περιόδων μαντεύματα για να δούμε πώς θα πάει η χρονιά-, συνήθιζαν να βάζουν σημάδια. Όποιος τα έβρισκε υποτίθεται προσδιοριζόταν και το μέλλον του.
Για παράδειγμα, στην περίπτωση που στην οικογένεια υπήρχε νιόπαντρο ζευγάρι έβαζαν μέσα ρύζι -αν το έβρισκαν τα νιόπαντρα ζευγάρια, θα ρίζωναν- έβαζαν ένα ξύλο ελιάς ή ένα κουκούτσι ελιάς -όποιος το έβρισκε θα έπαιρνε τις ελιές της οικογένειας-, ένα κομματάκι ξύλο από το αμπέλι -που σημαίνει αντίστοιχα ότι όποιος το έβρισκε θα έπαιρνε τα αμπέλια-, ένα κομματάκι από δίχτυ -όποιος το έβρισκε θα γινόταν ναυτικός- και ούτω καθεξής. Τέτοιου είδους μαντεύματα. Δεν υπήρχε ακόμη η έννοια του τυχερού της χρονιάς, που συνδέεται σήμερα με την εύρεση του «φλουριού» της γλυκιάς βασιλόπιτας.
-Χρονικά πού τοποθετείται το σημείο εκκίνησης αυτής της παράδοσης; Έναν ή δύο αιώνες πίσω;
Τα λαογραφικά φαινόμενα δεν μπορούμε να τα τοποθετήσουμε με ακρίβεια ετών χρονικά. Έχουμε βέβαια, μαρτυρίες. Οι καταγεγραμμένες μαρτυρίες είναι από το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Αλλά βέβαια, πηγαίνουν πίσω. Πόσο πίσω στον χρόνο δεν γνωρίζουμε. Οπωσδήποτε όμως, πρόκειται για κάτι παλιό. Άλλωστε, ανάλογους πλακούντες εορταστικούς έχουμε και στο Βυζάντιο.
Η γλυκιά βασιλόπιτα αρχίζει και διαδίδεται από τη δεκαετία του 1940 - 50, οπότε ο παραδοσιακός πολιτισμός αρχίζει και μετασχηματίζεται, και διαδίδεται ραγδαία. Σε πολλές περιοχές συνυπάρχει με την παλιά βασιλόπιτα
Παράλληλα με αυτό που μαρτυρείται παραδοσιακά σε αγροτοκτηνοτροφικές περιοχές και ενίοτε υπάρχει ακόμη, σταδιακά, στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, εισάγεται, στα αστικά κέντρα πρώτα, η συνήθεια της γλυκιάς βασιλόπιτας, της βασιλόπιτας κέικ.
Η βασιλόπιτα αυτή έχει μέσα ένα χρυσό νόμισμα, ένα φλουρί, που όποιος το βρει θα είναι ο τυχερός της χρονιάς. Αυτό, στην αρχική του μορφή, έρχεται από τη Δύση. Γιατί; Επειδή στη Δύση γιορτάζουν τους τρεις Μάγους ως βασιλιάδες, τη δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων.
Προς τιμήν τους έκαναν ένα συγκεκριμένο γλυκό, παραδοσιακό, όπως εμείς φτιάχνουμε τα μελομακάρονα, το οποίο έλεγαν «Γλυκό του Βασιλιά», Gateau de Rois.
Έρχεται λοιπόν, αυτή η συνήθεια με τα ταξίδια και την επαφή με τη δυτική Ευρώπη, στα αστικά κέντρα πρώτα -Αλεξάνδρεια, Θεσσαλονίκη, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη- στα κοσμοπολίτικα κέντρα του παροικιακού ελληνισμού, υιοθετείται από τους Έλληνες (και όχι μόνο), όπως πάρα πολλά εθιμικά στοιχεία και σιγά σιγά, αρχίζει και εδραιώνεται. Γίνεται συνήθεια, επειδή αρέσει στους ανθρώπους.
Και είναι το αντίστοιχο της χριστουγεννιάτικης πουτίγκας των Άγγλων ή του Christmas cake. Εάν επισκεφθείτε την Κύπρο τα Χριστούγεννα, θα δείτε ότι οι Κύπριοι, οι Έλληνες Κύπριοι, κάνουν το Christmas cake, που έχει μείνει από την εποχή της αγγλικής αποικιοκρατίας. Και είναι πλέον, και έθιμο κυπριακό, διότι το υιοθέτησαν. Έτσι υιοθετείται και το Gateau de Roi.
-Και πώς το Gateau de Roi γίνεται η βασιλόπιτα;
Το «Γλυκό του Βασιλιά» συνδέεται στη συνέχεια στην Ελλάδα με τον άγιο που εορτάζεται την 1η Ιανουαρίου, τον Άγιο Βασίλειο. Και γίνεται το Γλυκό του Βασιλείου, δηλαδή το Γλυκό του Άγιου Βασίλη, η πίτα του Αγίου Βασιλείου, η βασιλόπιτα. Το πρώτο συνθετικό της λέξης ‘βασιλόπιτα’ ανάγεται στους βασιλείς. Αλλά στη συνείδηση του λαού, το πρώτο συνθετικό της λέξης είναι μονοσήμαντα ταυτισμένο με τον Άγιο Βασίλειο. Ασχέτως από πού προέρχεται.
Έτσι λοιπόν, η γλυκιά βασιλόπιτα αρχίζει και διαδίδεται από τη δεκαετία του 1940 - 50, οπότε ο παραδοσιακός πολιτισμός αρχίζει και μετασχηματίζεται, και διαδίδεται ραγδαία. Σε πολλές περιοχές συνυπάρχει με την παλιά βασιλόπιτα. Που σημαίνει ότι φτιάχνουν την αλμυρή πίτα, κάνουν και το γλυκό. Διότι ο λαός δεν προσδιορίζει τις εκδηλώσεις του με κριτήριο τι είναι παραδοσιακό. Δεν τον ενδιαφέρει. Κάνει αυτό που του αρέσει. Αυτό υιοθετεί.
Το ερώτημα είναι, γιατί νόμισμα. Επειδή το νόμισμα είναι ένα αντικείμενο στο οποίο σε Δύση και Ανατολή, ο λαός αποδίδει μαγική σημασία
Σήμερα η βασιλόπιτα έχει εξελιχθεί στη μορφή που γνωρίζουμε και συνδέεται με την έναρξη της καινούργιας χρονιάς. Στις εποχές της λεγόμενης κανονικότητας, μέχρι πριν από έναν χρόνο, βασιλόπιτες έκοβαν μέχρι και τις Απόκριες σύλλογοι και τη συνέδεαν ακόμη και με τον αποκριάτικο χορό τους. Βασιλόπιτα κόβει η πολιτική ηγεσία θεσμικά, αλλά και οι πολιτικοί στα πολιτικά γραφεία τους, όπως και η Εκκλησία, την παραμονή του Αγίου Βασιλείου, από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων μέχρι την Αρχιεπισκοπή Αθηνών και βέβαια, οι κατά τόπους μητροπόλεις, συνδυάζοντας την κοπή της πίτας με έναν απολογισμό των δράσεων της προηγούμενης χρονιάς. Και η Εκκλησία διαβάζει μία ειδική ευχή της βασιλόπιτας η οποία υπάρχει στο ευχολόγιο. Στις εκκλησιαστικές κοπές βασιλόπιτας γίνεται δέηση υπέρ της καινούργιας χρονιάς και η ευχή που διαβάζεται χαρακτηρίζει τη βασιλόπιτα με τον αρχαίο όρο ‘πλακούντες’.
Στον αστικό πολιτισμό, όπου η βασιλόπιτα πωλείται στα ζαχαροπλαστεία, αλλά και στα σούπερ μάρκετ, μπορούμε να αγοράσουμε -επειδή συνυπάρχουν- πουτίγκα, αλλά και πανετόνε, το αντίστοιχο ιταλικό γλυκό. Είναι μία έκφραση της πολύ-πολιτισμικότητας και της παγκοσμιοποίησης και δείχνει την εξέλιξη των εθίμων μέσα σε δύο αιώνες.
Αλλά δεν είναι και το μοναδικό. Έτσι συνέβη και με το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ήρθε, δεν ήταν δικό μας. Τώρα πια, μετά από ενάμισι αιώνα, είναι και δικό μας.
-Όπως είπατε, εφόσον αρέσει στον λαό, το υιοθετεί.
Ο επιστήμονας λαογράφος δεν κουνάει το δάχτυλο στον λαό. Δηλαδή, δεν του λέει, αυτό είναι παραδοσιακό να το κάνεις, εκείνο δεν είναι, να το αποφεύγεις ή να το αντικαταστήσεις. Ο λαός δημιουργεί και ο λαογράφος μελετά. Ακριβώς γι’ αυτό, η έννοια της παράδοσης και το ερευνητικό αντικείμενο της λαογραφίας επεκτείνονται μέχρι και τις μέρες μας. Και σήμερα έχουμε και θα έχουμε λαογραφία και παράδοση, όσο θα υπάρχουν οργανωμένες ανθρώπινες κοινότητες. Αλλά αυτό εξελίσσεται. Δεν μένει ίδιο. Λαογραφία δεν σημαίνει να καρφωθούμε στο παρελθόν. Τα πιο χαρακτηριστικά γλυκά του Δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων είναι τα μελομακάρονα. Τι σημαίνει η λέξη ετυμολογικά;
Η σύνδεση της βασιλόπιτας με τον Άγιο Βασίλειο από την πλευρά της Εκκλησίας συσχετίστηκε και με ένα επεισόδιο της ζωής του Μεγάλου Βασιλείου
-Νομίζω ότι έχει σχέση με τα γαλλικά μικρά γλυκά μακαρόν.
Ακριβώς! Στην ελληνική παράδοση τα μελομακάρονα λέγονται ‘φοινίκια’. Γιατί τα φοινίκια έγιναν μελομακάρονα; Επειδή πήραμε τη γαλλική λέξη ‘μακαρόν’, την συνδυάσαμε με την ελληνική λέξη ‘μέλι’ μπροστά και τα κάναμε μελομακάρονα. Γιατί βάλαμε το πρώτο συνθετικό της λέξης; Επειδή ο λαός τα έφτιαχνε και αμέλωτα, καθώς είναι γλυκό νηστίσιμο. Στη Σάμο, για παράδειγμα, τα λένε οι ”μακαρόνες”, όταν είναι αμέλωτα, και όταν είναι μελωμένα, τα ”μελομακάρονα”. Ένα καθαρά ελληνικό, πανάρχαιο γλυκό, καμωμένο από πρωταρχικά στοιχεία -αλεύρι, λάδι, μέλι, ξηροί καρποί- το οποίο μέσα στον χρόνο πήρε γαλλικό όνομα. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε γιατί συνέβη, μόνο να ανιχνεύσουμε τις επάλληλες εξελικτικές φάσεις μπορούμε. Η πραγματικότητα όμως είναι αυτή. Ούτε έχει νόημα να πούμε «σταματήστε να λέτε το γλυκό μελομακάρονα, να το λέτε φοινίκια, επειδή αυτό είναι το παραδοσιακό όνομα του». Άρα, πρέπει να ξεχωρίζουμε τον παραδοσιακό πολιτισμό σε παλιό και νέο, σε παραδοσιακό και νεωτερικό. Παράδοση υπάρχει, αλλά παράδοση νεωτερική.
-Και πώς φτάσαμε στο τυχερό ‘χρυσό φλουρί’ της βασιλόπιτας;
Η σύνδεση της βασιλόπιτας με τον Άγιο Βασίλειο από την πλευρά της Εκκλησίας συσχετίστηκε και με ένα επεισόδιο της ζωής του Μεγάλου Βασιλείου: Στρατεύματα απειλούσαν την Καισάρεια, ο Άγιος Βασίλειος μάζεψε κοσμήματα και πολύτιμα αντικείμενα από τους κατοίκους της πόλης για να δωροδοκήσει τον επικεφαλής αξιωματικό των εχθρών και να του ζητήσει να αποχωρήσει, αυτός όμως είχε ήδη φύγει, ο θησαυρός έμεινε στον Άγιο Βασίλειο και επειδή δεν είχε καταγραφεί από ποιόν έλαβε τι, ζήτησε να παρασκευαστούν μικρά ψωμάκια, έβαλε μέσα στο καθένα κι από ένα κόσμημα και τα μοίρασε μετά τη θεία λειτουργία. Από θεία έμπνευση, από θαύμα, καθένας βρήκε μέσα στο ψωμάκι αυτό που είχε δώσει. Κι έτσι δεν αδικήθηκε κανείς.
Ουσιαστικά, δεν σχετίζεται με τη βασιλόπιτα, γιατί εδώ δεν έχουμε διανομή -ποιος θα βρει τί- εδώ έχουμε ποιος θα είναι ο τυχερός. Το επεισόδιο αυτό προβάλλεται ως δήθεν υπόβαθρο της τοποθέτησης ενός χρυσού φλουριού στη βασιλόπιτα, ενώ αυτό έχει εντελώς άλλη βάση.
Για να στηρίζουν μάλιστα τη σύνδεση αυτοί πολλοί -κατά κανόνα ιερείς και κληρικοί- υιοθέτησαν και παραλλαγές του ονόματος της γλυκιάς βασιλόπιτας, που την ονομάζουν «Αγιοβασιλόπιτα» ή «Αγιοβασιλειόπιτα», λέξεις άσχετες με τη λαϊκή παράδοση. Πρόκειται για εκδηλώσεις μιας «επινοημένης παράδοσης», που μοναδικό σκοπό έχει να συνδέσει τα σχετικά με τη βασιλόπιτα με την ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση, προβάλλοντας έτσι μια «παράδοση» που στην πραγματικότητα είναι ανυπόστατη.
Όσον αφορά το μάντευμα με το ένα «φλουρί», ένα νόμισμα, για το ποιος θα είναι ο τυχερός της χρονιάς, έρχεται κι αυτό από τη Δύση. Με την έννοια του ενός τυχερού, όχι με την έννοια ότι βάζουμε διάφορα «σημάδια» στην πίτα, όπως είδαμε παραπάνω. Τα μαντεύματα, σε μέρες που περνάμε από τη μία κατάσταση στη άλλη, όπως είπαμε, είναι πολύ συχνά στον λαϊκό πολιτισμό. Αλλά το συγκεκριμένο μάντευμα, μέσω του νομίσματος, έχει έρθει από ανάλογες παραδόσεις άλλων λαών.
Γιατί νόμισμα
Το ερώτημα είναι, γιατί νόμισμα. Επειδή το νόμισμα είναι ένα αντικείμενο στο οποίο σε Δύση και Ανατολή, ο λαός αποδίδει μαγική σημασία. Γιατί;
Διότι απεικονίζει πρόσωπο. Το πρόσωπο έχει πάντα μαγική σημασία. Συνήθως είναι προφίλ, οπότε φαίνεται το μάτι. Το μάτι έχει επίσης πάντα μαγική σημασία -αντιβασκάνια, εξού και βάζουμε επάνω μας ματόχαντρα. Είναι στρογγυλό, έχει το τέλειο σχήμα του κύκλου, του μαγικού που αποτρέπει τα κακά και ταυτοχρόνως, είναι κατασκευασμένο από πολύτιμο μέταλλο. Όπου πάλι τα πολύτιμα μέταλλα διώχνουν το κακό. Θυμίζω την παλιά, δυτική παράδοση, ότι χρειάζονται ασημένιες σφαίρες ή ασημένια λόγχη για να σκοτώσεις τον βρικόλακα ή να εξουδετερώσεις ένα κακοποιό δαιμονικό πλάσμα.
Ο συνδυασμός όλων αυτών των πραγμάτων -πρόσωπο, προφίλ όπου φαίνεται το μάτι που είναι αντιβασκάνιο, στρογγυλό σχήμα, άρα τέλειο, μαγικό σχήμα που αφήνει έξω τα κακά και πολύτιμο μέταλλο, που διώχνει τα κακά πνεύματα - συντέλεσε ώστε μέσα στη βασιλόπιτα να βάζουμε νόμισμα. Και βέβαια, αυτό επιδέχεται διάφορες ερμηνείες, όπως ότι το νόμισμα αντιστοιχεί σε ένα δώρο που δίνει ο νοικοκύρης του σπιτιού στον τυχερό, το οποίο αφορά νεότερες συνήθειες. Και πάντα, όπως είπαμε, όσο αλλάζει και προχωράει η κοινωνία, θα δημιουργούνται νεότερες εκδοχές.