Το 2004 κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ ένα βιβλίο του Samuel Huntington με τον τίτλο “Who Are We? («Ποιοι Είμαστε;»). Αυτό, παρά τη διεθνή αναγνώριση του συγγραφέα, κυρίως από το βιβλίο του “The Clash of Civilizations”, πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Τόσο τα Μίντια όσο και η ακαδημαική κοινότητα ουσιαστικά το αγνόησαν, ενώ ορισμένοι το απαξίωσαν λόγω «των διχαστικών απόψεων και του ύφους του συγγραφέα.» Μία από τις ελάχιστες εξαιρέσεις αποτέλεσε ο ιστορικός Niall Ferguson. Αυτός, σε άρθρο του στους Times του Λονδίνου, αντέτεινε ότι το “What Are We?” έπρεπε να διαβαστεί, καθώς ο συγγραφέας έθετε καίρια ερωτήματα σχετικά με την πορεία των ΗΠΑ.
Ωστόσο οι απόψεις του Ferguson δεν αρκούσαν για να το βγάλουν από την αφάνεια. Ίσως αυτό που ενόχλησε να ήταν ότι οι απόψεις στο εν λόγω βιβλίο είχαν διατυπωθεί από ένα διακεκριμένο καθηγητή του Harvard, και από ένα πρώην στέλεχος του αμερικανικού κατεστημένου, καθώς ο Huntington, στην πεντηκονταετή σταδιοδρομία του, είχε αναλάβει νευραλγικά πόστα, όπως του συντονιστή του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας (1976-8), και του συμβούλου στο Υπουργείο Αμύνης. Συνεπώς το “Who Are We?” εκλήφθηκε ως μομφή στις επικρατούσες αντιλήψεις της καθεστηκυίας τάξης, κάτι που συνάγονταν και από ένα άρθρο του Huntington στο περιοδικό National Interest, το 2004, στο οποίο ασκούσε κριτική στη παγκοσμιοποίηση και έκανε καυστικά σχόλια για το Davos Forum, και τον “Davos man”.
Για μια περίπου δεκαετία οι προβληματισμοί που έθετε το “Whο Are We?” είχαν επισκιαστεί, αρχικά από τις επιπτώσεις της εισβολής της μοναδικής υπερδύναμης, και των συμμάχων της, στο Ιράκ και αργότερα από την οικονομική κρίση, με την χρεοκοπία των hedge-funds και το φάσμα της κατάρρευσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ως εκ τούτου επί προεδρίας Ομπάμα το νέο «αφήγημα» κατέστει η διαχείρηση της οικονομικής κρίσης. Αυτό συνδέθηκε με τον αναδυόμενο ρόλο της Κίνας η οποία θεωρήθηκε ότι, με κατάλληλους χειρισμούς, θα μπορούσε να πρωταγωνιστήσει στη σταθεριοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας, και ίσως να αποτελούσε το έτερο σκέλος μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης ΗΠΑ-Κίνας –με τη συγκρότηση μιας “Cimerica”, όπως αποκαλέστηκε.
Η εμφάνιση του Ντόναλντ Τραμπ στη πολιτική σκηνή, το 2015, έφερε στο προσκήνιο τις επισημάνσεις του Huntington στο “Who Are We?”, σχετικά με τη κοινωνικο-πολιτική συνοχή και την ταυτότητα της υπερδύναμης. Στον πρόλογο ο Huntington καταθέτει τα διαπιστευτήριά του ως πανεπιστημιακού και πατριώτη, και εκφράζει την «πατριωτική επιθυμία» του να διερευνήσει «την έννοια και τις αρετές του χθές και, αν είναι δυνατόν, του μέλλοντος» της χώρας του. Κατόπιν επισημαίνει ότι πολλά έθνη βρέθηκαν κάποτε αντιμέτωπα με το φάσμα της αποσύνθεσης και η επιβίωσή τους είχε εξαρτηθεί από την ικανότητά τους να κρατήσουν τη συνοχή και να διαφυλάσσουν την ταυτότητά τους. Από αυτή την άποψη οι ΗΠΑ δεν αποτελούσαν εξαίρεση.
Για τον Huntington η αμερικανική ταυτότητα στηρίζονταν στην Αγγλο-Προτεσταντική κουλτούρα, και στις Αρχές των Φεντεραλιστών. Όμως αυτά τα συστατικά με την πάροδο του χρόνου είχαν αποκοπεί από τους ιδρυτές του αμερικανικού έθνους, τους WASP (White Anglo Saxon Protestants), οι οποίοι πλέον αποτελούσαν μειοψηφία σε μια πολυφυλετική και πολυεθνική κοινωνία στην οποία οι πολίτες κρίνονταν σύμφωνα με τις ικανότητές τους. Και κατέληγε: «Αυτή είναι η Αμερική που ξέρω και αγαπάω. Αυτή είναι επίσης η Αμερική που αγαπούν και θέλουν οι περισσότεροι Αμερικάνοι».
Για να τεκμηριώσει αυτήν την άποψη ο συγγραφέας παραπέμπει σε πρόσφατες δημοσκοπήσεις που αποτύπωναν το υψηλό φρόνημα, όπως και τη θρησκευτική προσήλωση των συμπατριωτών του (βλέπε πίνακες σε σελ. 91, και 278-9). Ωστόσο, αυτά τα στοιχεία ήταν σε δυσαρμονία με τις πρόσφατες τάσεις και ατιλήψεις της πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής και πολιτισμικής ελίτ της χώρας, τις οποιες εντόπιζε κυρίως στις ηγεσίες των αμερικανικών πολυεθνικών, στα ελιτ πανεπιστήμια, τα ονομαζόμενα Ivy League, και πρωτίστως στη πολιτική ηγεσία της χώρας. Όπως το θέτει, σε ορισμένα κέντρα των ΗΠΑ «η εθνική ταυτότητα φαντάζει πλέον ξεθωριασμένη έννοια». Αυτές οι τάσεις είχαν ενισχυθεί από τη παγκοσμιοποίηση, τη πολυπολιτισμικότητα, τον κοσμοπολιτισμό και από τα πρόσφατα μεταναστευτικά ρεύματα που είχαν αναδείξει διαφορετικές φυλετικές και εθνικές ταυτότητες.
Στο έβδομο κεφάλαιο, που εστιάζει στο «Κίνημα της Αποδόμησης», ο Huntington είναι ιδιαίτερα καυστικός, κυρίως για την ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας στην αποκαλούμενη αποδόμηση της χώρας. Ξεκινάει, παραπέμποντας στη γνωστή προτροπή του Προέδρου Κένεντι στον αμερικανικό λαό, το 1961, «μη ρωτάς τι μπορεί να κάνει η χώρα σου για σένα, αλλά τι μπορείς εσύ να κάνεις για εκείνη.» Ωστόσο, τρεις δεκαετίες αργότερα ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος Κλίντον«πανηγύριζε την απελευθέρωση των Αμερικανών από την ευρωπαική κουλτούρα τους», ενώ ο Αντιπρόεδρός του έδινε διαφορετική ερμηνία στην επιγραμματική διακήρηξη του έθνους, “E pluribus unum”, που είχε διατυπωθεί από τον Βενιαμίν Φρανγκλίνο, τον Άνταμς και τον Τζέφερσον. Για τον Αλ Γκόρ, αυτή η διακηρηξη θα έπρεπε τώρα να ερμηνευτεί, ως “out of one many” (από τον ένα οι πολλοί). Επίσης, οι «αποδομητές» προήγαγαν προγράμματα που ευνοούσαν το status και την επιρροή διαφορετικών, εθνικών, φυλετικών και πολιτισμικών ομάδων, τους παρείχαν νομικά προνόμια, που στερούνταν οι υπόλοιποι, ενώ εξόρκιζαν την ιδέα της αμερικανοποίησης ως «αντιαμερικανική». Παράλληλα «προήγαγαν το ξαναγράψιμο της αμερικανικής ιστορίας στα εκπαιδευτικά ιδρύματα ώστε τα εγχειρίδια να τονίζουν ‘τους λαούς’ που κατοικούσαν στη χώρα παρά ‘το λαό’, όπως αναγράφεται στο αμερικανικό Σύνταγμα». Στις προσπάθειες αποδόμησης των πολιτικών συνέβαλαν και άλλες ελίτ, όπως των Μιντια, των Πανεπιστημίων, και μερίδας του επιχηρηματικού κόσμου. Ωστόσο, αυτοί που απουσίαζαν από το «συνασπισμό των αποδομητών» ήταν η πλειοψηφία του Αμερικανικού λαού.
Κοντολογίς, για τον Huntington, η προσπάθεια των ελίτ της χώρας «να αποδομήσουν το έθνος που κυβερνούσαν…δεν είχε προηγούμενο στην ανθρώπινη ιστορία» (σελ. 145), μία ιδιαίτερα βαριά μομφή που σίγουρα θα ενόχλησε όχι μόνο τους πολιτικούς που κατονόμαζε, αλλά και ορισμένους συναδέλφους του, κυρίως στον Πανεπιστημιακό χώρο.
Προφανώς, το “Who Are We?” είναι ένα ιδιαίτερα αιχμηρό βιβλίο, καθώς στόχος του συγγραφέα ήταν να προβληματίσει τους κρατούντες και τη κοινή γνώμη για ένα άκρως σοβαρό ζήτημα που σχετίζονταν με το μέλλον της χώρας. Οπωσδήποτε δεν είναι απαραίτητο να συμφωνεί κανείς με τις απόψεις του Huntington. Είναι όμως δύσκολο να διαφωνήσει με τη διαπίστωσή του ότι, αν συνεχιζόταν η κατάσταση που περιγράφει, κάποτε οι Ηνωμένες Πολιτείες θα βρίσκονταν στη κόψη του ξυραφιού, μια εξέλιξη που θα καθόριζε το μέλλον της υπερδύναμης, όπως και του πλανήτη (σελ. 370).
Αυτά τα διαβρωτικά συμπτώματα τα αποδίδει σε δύο βασικούς λόγους, στις δημογραφικές ανακατατάξεις, καθώς και στην αδιαφορία, αν όχι έμπρακτη παραίνεση-παρότρυνση από τις ελίτ της χώρας –πολιτική, κοινωνική/πολιτισμική, οικονομική- να υποβαθμίσουν τη σημασία της εθνικής ταυτότητάς της.
Όπως το θέτει, στις μέρες μας η τοποθέτηση του Προέδρου Κένεντι, το 1961, ότι «το ζήτημα δεν ήταν τι μπορεί να κάνει η χώρα για τους πολίτες της αλλά τι μπορούν αυτοί να κάνουν για την πατρίδα τους», ακουγόταν πλέον κάπως γραφική.