Με τη συμπλήρωση είκοσι πέντε χρόνων από το βράδυ τις 31ης Ιανουαρίου του 1996 και τη συνεχιζόμενη τουρκική προκλητικότητα-επιθετικότητα από τον Έβρο μέχρι την Κύπρο, θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε τα αίτια της έμπρακτης διαμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων Αθήνας-Λευκωσίας στον τρόπο αντίληψης-διαχείρισης της στρατηγικής εξαναγκασμού που εφαρμόζει η Άγκυρα προς επίρρωση της πολιτικής «Ιμιοποίησης» του Αιγαίου.
Λαμβάνοντας υπόψιν το ιστορικό των παρελθουσών ελληνοτουρκικών κρίσεων (1976 & 1987) δύναται να προβούμε σε μια συντεταγμένη ανάλυση της ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής καταδεικνύοντας την πάγια σταθερά της πολιτικοστρατηγικής συμπεριφοράς της Άγκυρας για την απομείωση της ελληνικής εξωτερικής κυριαρχίας.
Αναλυτικότερα, η τουρκική διαμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο εκκινά την 1η Νοέμβριου του 1973, όταν κατά εντολή της Τουρκικής κυβέρνησης, η Τουρκική Κρατική Εταιρεία Πετρέλαιων (TyrkiyePetrolleriAnonimOrtakligi- TPAO) ανέλαβε τη διεξαγωγή ερευνών για εντοπισμό υδρογονανθράκων, εκτός των χωρικών υδάτων της Τουρκίας και δυτικά των νησιών Σαμοθράκης, Λήμνου, Αγίου Ευστρατίου, Λέσβου, Ψαρών, Χίου. Εντός της επόμενης διετίας (1973-1975) η Τουρκία θα εκδιπλώσει τις μονομερείς, αναθεωρητικές πολιτικές της αξιώσεις, στο σύνολο των θαλάσσιων-εναέριων νομικών καθεστώτων (και όχι μόνο) της Ελλάδας (αιγιαλίτιδα ζώνη, εθνικός εναέριος χώρος, περιοχή πληροφόρησης πτήσεων (FIR), καθεστώς αποστρατικοποίησης των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, καθεστώς επιχειρησιακού ελέγχου στο Αιγαίο στα πλαίσια του ΝΑΤΟ) δημιουργώντας καταστάσεις πολιτικής κρίσης με την Αθήνα, ενίοτε προκαλώντας και θερμά επεισόδια για τη δημιουργία εδαφικών τετελεσμένων (βλέπε Ίμια).
Συνεπαγόμενα, ο αντικειμενικός πολιτικός στόχος των διαμορφωτών της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, ήταν και είναι, με τη χρήση απειλών, την επίδειξη ισχύος και τις συνεχείς παραβιάσεις των ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου και των χωρικών υδάτων να οδηγήσουν την Ελλάδα σε παραίτηση από την άσκηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Η εξέλιξη αυτή αντικατοπτρίζει το άνοιγμα της ψαλίδας στο ισοζύγιο της λανθάνουσας (Α.Ε.Π. & Πληθυσμός) και της στρατιωτικής ισχύος μεταξύ των δύο κρατών στην μεταψυχροπολεμική περίοδο, προδιαγράφοντας συνθήκες ρευστότητας-αβεβαιότητας στις διμερείς ελληνοτουρκικές σχέσεις και επαληθεύοντας την υπόθεση του τέως πρωθυπουργού (1983-1989) και προέδρου (1989-1993) της Τουρκίας, Τουργκούτ Οζάλ, (Μάρτιος 1987):
«[…] Όσο η Τουρκία δυναμώνει η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να φρονιμεύει… Μόνο μία ισχυρή Τουρκία θα εξαναγκάζει τους Έλληνες να συμφωνήσουν… [μιας και] η Τουρκία είναι απολύτως αποφασισμένη στο Αιγαίο».
Στο περιβάλλον αυτό το διακύβευμα της κρίσης των Ιμίων συνίστατο στην προάσπιση των κεντρικών πολιτικών στόχων της Αθήνας, που αποκρυσταλλώνονταν στη διασφάλιση της εδαφικής της κυριαρχίας και στην αποφυγή γενικευμένης σύρραξης - διμερών διαπραγματεύσεων για τη επαναδιαπραγμάτευση του εδαφικού καθεστώτος στο Αιγαίο. Ναι μεν αποφεύχθηκε ο πόλεμος και οι διμερείς διαπραγματεύσεις, ωστόσο η συμβιβαστική υποχώρηση της Ελλάδας, η δημιουργία ενός εδαφικού τετελεσμένου στη δυτική Ίμια και η εγκαθίδρυση του καθεστώτος των «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο, έπληξαν ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία της αποτρεπτικής της φήμης.
Αναλυτικότερα η ελληνική αποτρεπτική στρατηγική, όπου σύμφωνα με το επιχειρησιακό σχέδιο του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας (ΓΕΕΘΑ) εδράζονταν στην απειλή της τιμωρίας του αντιπάλου, υπονομεύθηκε πραγματολογικά από την απουσία πολιτικής βούλησης για την εφαρμογή της. Κατά τούτο, διαφάνηκαν οι αδυναμίες της, ως προς την ανάσχεση εναλλακτικών στρατηγικών περιορισμένου σκοπού και ελεγχόμενου ρίσκου, από τον εν δυνάμει επιβουλέα. Συνακόλουθα απωλέσθη και η δυνατότητα ελέγχου της κλιμάκωσης, από τα χαμηλά στα ενδιάμεσα στάδια της κρίσης, λόγω του συστημικού περιορισμού του παράγοντα της διεθνούς αποτροπής –Η.Π.Α..
Ειδικότερα, στα σημεία τρωτότητας της ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής εγγράφονται τα εξής χαρακτηριστικά:
α) Ασυνέχεια- ασυνέπεια στη διαδικασία λήψης αποφάσεων για τη διαχείριση του τουρκικού εδαφικού τετελεσμένου, λόγω της διάστασης μεταξύ πολιτικής-στρατιωτικής ηγεσίας και της μη επεξεργασίας εναλλακτικών πολιτικών επιλογών.
β)Αδυναμία συντονισμού της διαμεσολαβητικής διαδικασίας, απόρροια της πολυεπίπεδης διαπραγμάτευσης που διεξάγονταν με τις ΗΠΑ. Για παράδειγμα υπήρξε έλλειψη πολιτικής συνεννόησης τόσο μεταξύ των Ελλήνων πολιτικών αξιωματούχων που συνομιλούσαν με τους Αμερικανούς ομολόγους τους, όσο και μεταξύ της ελληνικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας.
γ) Επιχειρησιακή αδυναμία των Ελληνικών ένοπλων δυνάμεων στο τακτικό επίπεδο, ως προς την αποτροπή στρατιωτικών ενεργειών περιορισμένης κλίμακας. Η διαταγή της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας προς τις ένοπλες δυνάμεις, οριοθετούνταν στη διαφύλαξη της εδαφικής ακεραιότητας και συγκεκριμένα στην αποτροπή κατάληψης, «έστω και πρόσκαιρης», οποιαδήποτε βραχονησίδας. Ενώ στην περίπτωση που ο αντικειμενικός στρατιωτικός στόχος δεν καθίστατο εφικτός, καλούνταν να εφαρμόσουν το ανάλογο επιχειρησιακό σχέδιο για την άμεση ανακατάληψή της/τους. Πάρα ταύτα η στρατιωτική ηγεσία, αντιμετώπισε την κρίση ως “προάγγελο” μιας γενικευμένης σύρραξης και λιγότερο ως σύγκρουση χαμηλής έντασης.
δ) Απώλεια του ελέγχου της κλιμάκωσης στο κορυφαίο σημείο της κρίσης. Ο έλεγχος της κλιμάκωσης αποτελεί κεντρικό ζήτημα σε μια διακρατική κρίση, εφόσον η πλευρά που αναλαμβάνει την πρωτοβουλία των κινήσεων διαμορφώνει, σε μεγάλο βαθμό, το τελικό γινόμενο. Σε μια κρίση τρεις είναι οι δρώντες που δύναται να αποκτήσουν τον έλεγχο της κλιμάκωσης τα δυο αντιτιθέμενα μέρη και ο εμπλεκόμενος διεθνής παράγοντας. Στην κρίση των Ιμίων, οι ΗΠΑ ανέλαβαν τον έλεγχο της κλιμάκωσης μετά την κατάληψη της δυτικής Ίμια από τις τούρκικες δυνάμεις, περιορίζοντας την πιθανότητα μιας γενικευμένης σύρραξης.
ε) Οι ασαφείς εντολές της πολιτικής προς τη στρατιωτική ηγεσία. Η επιτυχής διαχείριση μιας διακρατικής κρίσης, προϋποθέτει τη στενή διασύνδεση-συνεργασία της πολιτικής με τη στρατιωτική γραφειοκρατία. Η κυβέρνηση οριοθετεί τους αντικειμενικούς πολιτικούς στόχους, αναθέτοντας στη στρατιωτική ηγεσία το έργο της διαμόρφωσης-εφαρμογής της κατάλληλης στρατιωτικής στρατηγικής για την επίτευξη τους. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Α/ ΓΕΕΘΑ: «στην κρίση του 1996 δεν συνήλθε το ΚΥΣΕΑ για να εκτιμήσει την κατάσταση, να αποφασίσει για την στρατιωτική διαχείριση της κρίσης και να δώσει κατευθυντήριες οδηγίες προς την στρατιωτική ηγεσία, συμπεριλαμβανόμενων κάτι των κανόνων εμπλοκής».
στ) Η υπεροχή στρατιωτικής ισχύος στο τακτικό πεδίο δεν αντικατοπτρίσθηκε στο επιχειρησιακό- στρατιωτικό επίπεδο. Σύμφωνα με έκθεση του A/ΓΕΕΘΑ το ισοζύγιο της ναυτικής ισχύος στη θαλάσσια περιοχή των βραχονησίδων, κατά την κορύφωση της κρίσης (30-31 Ιανουαρίου) έκλινε προς την ελληνική πλευρά.
«Η Ελλάδα διέθετε τακτικό πλεονέκτημα έναντι του αντίπαλου και κατά την έναρξη των εχθροπραξιών θα μπορούσε να επιφέρει ισχυρό πλήγμα με την Αεροπορία και το Ναυτικό».
Συμπερασματικά η κρίση των Ιμίων θα μπορούσε να αναλυθεί στο πλαίσιο της διαλεκτικής τριών μεταβλητών :
α) στην επιχειρησιακή απίσχναση της ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής, απέναντι σε στρατηγικές περιορισμένου σκοπού-ελεγχόμενης πίεσης,
β) στη στρατηγική ενόραση της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας ως προς το σημείο τρωτότητας της ελληνικής, ενεργητικής αποτρεπτικής στρατηγικής, αναπτύσσοντας μια στρατηγική ελεγχόμενης πίεσης για τη δημιουργία ενός εδαφικού τετελεσμένου,
γ) στον προσδιοριστικό ρόλο του παράγοντα της διεθνούς αποτροπής, ως προς τον έλεγχο της κλιμάκωσης και την έκβαση του αποτελέσματος της κρίσης.
[Για μια ολοκληρωμένη εμπειρική και θεωρητική ανάλυση των Ελληνοτουρκικών κρίσεων βλέπε Διονύσιος Τσιριγώτης, Ελλάδα-Τουρκία. Θεωρία και Στρατηγική Αποτροπής, εκδόσεις Ποιότητα, 2021]