Ήθη και έθιμα της Πρωτοχρονιάς: Το ρόδι και η βασιλόπιτα
Από αρχαιοτάτων χρόνων, ο εορτασμός του νέου έτους αποτελούσε σημαντική εορτή για τους λαούς και συνδεόταν με ήθη και έθιμα που είχαν ως σκοπό να φέρουν την καλοτυχία και να πάρουν μακριά ό,τι κακό είχε σηματοδοτήσει η προηγούμενη χρονιά. Για το λόγο αυτό, η Πρωτοχρονιά, ή αρχιχρονιά, ή πρώτη του έτους ή αρχιμηνιά, θεωρείται μια ημέρα με ιδιαίτερη δυναμική αλλά και κομβικό χρονικό σημείο για τα όνειρα, τις ελπίδες και τα σχέδια λαών και πολιτισμών.
Οι Βυζαντινοίθεωρούσαν πως ό,τι έκανες αυτή την ημέρα, θα το έκανες όλο το χρόνο, γι΄αυτό φρόντιζαν να περνούν ευχάριστα την 1η Ιανουαρίου (η οποία λεγόταν kalendae από τους Ρωμαίους) και μεταμφιέζονταν σε κάτι εύθυμο με σκοπό να κάνουν επισκέψεις σε φιλικά σπίτια. Μάλιστα δεν πήγαιναν με άδεια χέρια, αλλά πάντα κρατούσαν ένα μήλο ή ένα πορτοκάλι για να το προσφέρουν ως δώρο στο νοικοκύρη του σπιτιού. Αν και οι πατέρες της εκκλησίας ήθελαν να απομακρύνουν τους Χριστιανούς από τα έθιμα αυτά, κατάλοιπα των αρχαίων ελληνικών και ρωμαϊκών εορτών, πολλά έχουν παραμείνει αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου, λαμβάνοντας και το κατάλληλο πλέον χριστιανικό υπόβαθρο.
Ξεκινώντας λοιπόν από την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς με τα κάλαντα των παιδιών που έχουν την αφετηρία τους στα χελιδονίσματα της αρχαίας Ελλάδας (κάλαντα της εαρινής πρωτοχρονιάς), οι Έλληνες τηρούν ήθη και έθιμα που συνδέουν άρρηκτα το σήμερα με τις προσφορές του παρελθόντος, αποδεικνύοντας ότι μπορούμε, αν ανατρέξουμε στις όμορφες παραδόσεις, να έχουμε μέλλον.
Το σπάσιμο του ροδιού
Στις μέρες μας, η παράδοση θέλει να σπάμε το ρόδι κάθε πρωτοχρονιά για να εξασφαλίσουμε πλούτο, ευεξία και ευημερία όλο το χρόνο.
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, η οικογένεια πηγαίνει στην εκκλησία και ο νοικοκύρης κρατάει στην τσέπη του ένα ρόδι. Γυρνώντας σπίτι, πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας – η παράδοση λέει πως δεν κάνει να ανοίξει ο ίδιος με το κλειδί του – και έτσι να είναι ο πρώτος που θα μπει μέσα στο σπίτι, για να κάνει το καλό ποδαρικό, με το ρόδι στο χέρι.
Μπαίνοντας μέσα, με το δεξί, σπάει το ρόδι πίσω από την εξώπορτα, το ρίχνει δηλαδή κάτω με δύναμη, για να σπάσει και να πεταχτούν οι ρώγες του παντού και ταυτόχρονα λέει: ”με υγεία, ευτυχία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι, τόσες λίρες να έχει η τσέπη μας όλη τη χρονιά”.
Τα παιδιά μαζεμένα γύρω-γύρω κοιτάζουν οι ρώγες, αν είναι τραγανές και κατακόκκινες. Όσο γερές κι όμορφες είναι οι ρώγες, τόσο χαρούμενες κι ευλογημένες θα είναι οι μέρες που φέρνει μαζί του ο νέος χρόνος.
Οι αρχαίοι Έλληνες αγάπησαν πολύ το ρόδι και το αφιέρωσαν στη θεά Ήρα, προστάτιδα του γάμου. Βέβαια υπάρχει και ο μύθος που θέλει τη θεά της ομορφιάς και του έρωτα, Αφροδίτη, να φυτεύει την πρώτη ροδιά και να προσφέρει στους αγαπημένους της ρόδια ως δώρα αγάπης. Η ροδιά συμπεριλαμβάνεται στα επτά είδη δένδρων που αναφέρονται στη Βίβλο και θεωρείται καρπός ιερός σε όλες τις κυρίαρχες θρησκείες.
Όπως είναι κατανοητό, το ρόδι αποτελούσε ισχυρό σύμβολο του πάθους και της γονιμότητας, της ζωής και της ευκαρπίας, ενώ η συνήθεια να σπάζουν οι νεόνυμφοι ένα ρόδι στο κατώφλι του σπιτιού τους φαίνεται ότι κρατάει από τα ομηρικά χρόνια.
Περισσότερο συνδέθηκε με το μύθο της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα, καθώς ο θεός του Κάτω Κόσμου της πρόσφερε να φάει εφτά καρπούς και την έδεσε μαζί του με το ισχυρό δέσιμο που δημιουργεί το αρχετυπικό αυτό σύμβολο.
Στη συνέχεια το ρόδι ως σύμβολο συνδέθηκε με την καρποφορία της Γης και τον ερχομό της Άνοιξης καθώς το κόκκινο ζουμερό χρώμα του και οι πολλοί καρποί του κάτω από έναν μανδύα έδωσαν μια μυστικιστική χροιά στο φρούτο.
Το έθιμο της βασιλόπιτας
Ένα ακόμη αρχαίο ελληνικό έθιμο, είναι αυτό της βασιλόπιτας. Βασιλόπιτα ονομάζεται η πίτα που παρασκευάζεται τη παραμονή της Πρωτοχρονιάς και κόβεται (μοιράζεται) λίγο αφότου αλλάξει ο χρόνος ή στο μεσημεριανό τραπέζι της Πρωτοχρονιάς όπου συγκεντρώνεται όλη η οικογένεια.
Το έθιμο της βασιλόπιτας είναι πολύ παλαιό, προέρχεται από εκείνο το τελούμενο στην αρχαία ελληνική εορτή των «Κρονίων» προς τιμή του θεού Κρόνου (Χρόνου) και αργότερα των ρωμαϊκών «Σατουρναλίων», όπου έφτιαχναν γλυκά ή πίτες και τοποθετούσαν μέσα χρυσά ή αργυρά νομίσματα.
Σύμφωνα με τον Δημοσθένη (στο λόγο του Κατὰ Τιμοκράτους ) ο εορτασμός γινόταν τη νύκτα της 12ης μέρας του Εκατομβαιώνος. Ανήμερα της συγκεκριμένης γιορτής οι δούλοι είχαν αργία, μπορούσαν να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι με τους αφέντες τους και γενικότερα είχαν περισσότερη ελευθερία, σε ανάμνηση της Χρυσής Εποχής του ανθρώπινου γένους, όταν δεν υπήρχε δουλεία και βαριές εργασίες.
Στην Αθήνα ο εορτασμός γινόταν προς τιμή του Κρόνου και της Ρέας και διαρκούσε μια ημέρα. Η ημέρα αυτή ήταν αργία, αφού οι δημόσιες εργασίες (ή οι δημόσιες υπηρεσίες όπως θα λέγαμε σήμερα) παρέμεναν κλειστές και η βουλή δεν συνεδρίαζε.
Στο Κρόνιον Ιερό, στον Ιλισό, κοντά στο Ναό του Ολυμπίου Διός, τελούνταν οι ευχαριστήριες θυσίες για το τέλος της συγκομιδής. Σύμφωνα με τον Φιλόχορο, ο βωμός αυτός είχε χτιστεί από τον Κέκροπα, ο οποίος και όρισε ότι κάθε νοικοκυριό θα έπρεπε να προσφέρει θυσία στον Κρόνο στο τέλος της συγκομιδής των δημητριακών και των καρπών των δέντρων. Όρισε δε ότι, αυτή την ημέρα, οι δούλοι θα έπρεπε να κάθονται στο ίδιο τραπέζι με το αφεντικό ως αποζημίωση για τον τόσο κόπο που έκαναν στην συγκομιδή της σοδειάς.
Η γιορτή δεν περιελάμβανε αιματηρές θυσίες, ούτε και σφαγή ζώων. Γίνονταν όμως προσφορά άρτου και φρούτων. Είχε γενικά εξοχικό και αγροτικό χαρακτήρα. Ο Lucius Accius αναφέρει ότι γινόντουσαν στους αγρούς, ενώ ο Φολόχορος αναφέρει μόνο την εξοχή της Αττικής χωρίς ποτέ να αναφέρει την πόλη των Αθηνών.
Αργότερα, το αγροτικό στοιχείο της εορτής άρχισε να εκλείπει και τα Κρόνια θεωρούνταν γιορτή θορυβώδης και ημέρα ακολασιών, ιδιαίτερα από την υιοθέτηση της εορτής από τους Ρωμαίους ως Σατουρνάλια, προς τιμήν του ρωμαϊκού θεού Σατούρνους που αντικατέστησε τον Κρόνο. Η κακή τους φήμη επέζησε μέχρι τη βυζαντινή περίοδο. Μάλιστα ο Νικήτας Χωνιάτης (ο σημαντικότερος βυζαντινός ιστορικός του 12ου αιώνα, όντας αυτόπτης μάρτυρας της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους στις 13 Απριλίου του 1204.) παρομοιάζει τη συμπεριφορά και τις ερωτικές περιπέτειες του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Ανδρόνικου του Κομνηνού με τις ακολασίες της γιορτής.
Η ορθόδοξη παράδοση συνέδεσε το έθιμο με τη βασιλόπιτα και την ιστορία του Άγιου Βασιλείου. Όταν στη Καισαρεία της Καππαδοκίας στη Μικρά Ασία που επίσκοπος ήταν ο Μέγας Βασίλειος ήλθε ο Έπαρχος της Καππαδοκίας με πρόθεση να λεηλατήσει τη περιοχή. Τότε ο Μέγας Βασίλειος ζήτησε από τους πλούσιους της πόλης του να μαζέψουν ό,τι χρυσαφικά μπορούσαν προκειμένου να τα παραδώσει ως ”λύτρα” στον επερχόμενο κατακτητή. Πράγματι συγκεντρώθηκαν πολλά τιμαλφή. Κατά την παράδοση όμως είτε επειδή μετάνιωσε ο έπαρχος, είτε επειδή έγινε θαύμα και ο Άγιος Μερκούριος με πλήθος Αγγέλων απομάκρυνε τον στρατό του, ο Έπαρχος απάλλαξε την πόλη από επικείμενη καταστροφή. Προκειμένου όμως ο Μέγας Βασίλειος να επιστρέψει τα τιμαλφή στους δικαιούχους, μη γνωρίζοντας σε ποιόν ανήκει τι, έδωσε εντολή να παρασκευαστούν μικροί άρτοι εντός των οποίων τοποθέτησε ανά ένα των νομισμάτων ή τιμαλφών και τα διένειμε στους κατοίκους την επομένη του εκκλησιασμού. Το γεγονός αυτό απέληξε σε διπλή χαρά από της αποφυγής της καταστροφής της πόλης και συνεχίσθηκε η παράδοση αυτή κατά τη μνήμη της ημέρας του θανάτου του (εορτή του Αγίου και του Μεγάλου Βασιλείου).
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή, κι αρχή καλός μας χρόνος,
εκκλησιά, εκκλησιά με τ΄ άγιο θρόνος.
Αρχή που βγήκε ο Χριστός, Άγιος και πνευματικός,
στη γη, στη γη να περπατήσει
και να μας, και να μας καλοκαρδίσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται, άρχοντες το κατέχετε,
από, από την Καισαρεία, ζησ΄ αρχό, ζήσ′ αρχόντισσα κυρία.
Βαστάει εικόνα και χαρτί, με το Χριστό το Λυτρωτή,
χαρτί, χαρτί και καλαμάρι, δες και με, δες κι εμέ το παλικάρι.
Σ΄ αυτό το σπίτι που ΄ρθαμε, πέτρα, πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, χίλια, χίλια χρόνια να ζήσει!
Χρόνια Πολλά σε όλους και Καλή Χρονιά!