Ο στρατός κατέλαβε την εξουσία στη Μιανμάρ, υπό κράτηση τα μέλη της κυβέρνησης
Ο στρατός της Μιανμάρ κατέλαβε την εξουσία την 1η Φεβρουαρίου, με ένα πραξικόπημα εναντίον της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης της βραβευμένης με Νόμπελ, Αούνγκ Σαν Σου Τσι, η οποία βρίσκεται υπό κράτηση, μαζί με ανώτερα στελέχη του κόμματός της, Εθνικού Συνδέσμου για τη Δημοκρατία.
Οπως ανακοίνωσε ο στρατιωτικός τηλεοπτικός σταθμός της χώρας, οι συλλήψεις των πολιτικών ήταν αποτέλεσμα ”εκλογικής νοθείας” και γι′ αυτό η εξουσία παραδόθηκε στον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγό Μιν Αούνγκ Χλάινγκ. Παράλληλα, η χώρα κηρύσσεται σε κατάσταση έκτακτης.
Οι τηλεφωνικές γραμμές έχουν στην πρωτεύουσα Νέπιντο και στο μεγάλο εμπορικό κέντρο Γιανγκόν δεν λειτουργούν και η κρατική τηλεόραση σταμάτησε να εκπέμπει, μερικές ώρες πριν την πρώτη συνεδρίαση της Βουλής μετά την σαρωτική νίκη του Εθνικού Συνδέσμου για τη Δημοκρατία, τον περασμένο Νοέμβριο.
Στρατιώτες έλαβαν θέσεις στο Δημαρχείο της Γιανγκόν και στο αρχηγείο του Εθνικού Συνδέσμου για τη Δημοκρατία, διεκόπη η σύνδεση στο Ιντερνετ, και οι τηλεφωνικές επικοινωνίες.
Η Σου Τσι, ο πρόεδρος Ουίν Μιντ και άλλοι ηγέτες του κυβερνώντος κόμματος συνελήφθησαν τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου, όπως δήλωσε στο Reuters ο εκπρόσωπος του Εθνικού Συνδέσμου για τη Δημοκρατία.
″Θέλω να καλέσω τον λαό να μην αντιδράσει σπασμωδικά και να τηρήσει τον νόμο” δήλωσε, προσθέτοντας ότι περιμένει να συλληφθεί και ο ίδιος. Λίγο αργότερα, το Reuters δεν κατάφερε να επικοινωνήσει μαζί του.
Οι συλλήψεις έγιναν μετά από την κορύφωση της έντασης μεταξύ της κυβέρνησης και του στρατού, η οποία είχε προκαλέσει φόβους για πραξικόπημα μετά το αποτέλεσμα των εκλογών.
Ο Λευκός Οίκος απειλεί με δράση
Για την σύλληψη της Σου Τσι, ενημερώθηκε ο Τζο Μπάιντεν, σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο.
″Οι ΗΠΑ είναι αντίθετες προς οποιαδήποτε προσπάθεια αλλαγής του αποτελέσματος των πρόσφατων εκλογών ή την παρεμπόδιση της δημοκρατικής αλλαγής εξουσίας στη Μιανμάρ και θα αναλάβουν δράση εναντίον των υπευθύνων εάν αυτές οι ενέργειες δεν αντιστραφούν” δήλωσε η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Τζέιν Πσάκι.
Η κυβέρνηση της Αυστραλίας ανακοίνωσε ”έντονη ανησυχία για τις αναφορές ότι ο στρατός της Μιανμάρ θέλει για άλλη μία φορά να καταλάβει τον έλεγχο της χώρας” και ζήτησε την άμεση απελευθέρωση των συλληφθέντων,
Η Ιαπωνία, από την πλευρά της, ανακοίνωσε ότι παρακολουθεί τις εξελίξεις και δεν σκοπεύει να ζητήσει από τους Ιάπωνες που ζουν στη Μιανμάρ να εγκαταλείψουν την χώρα.
Το πραξικόπημα είχε προαναγγελθεί
Η 75χρονη Αούνγκ Σαν Σου Τσι, η οποία έχει βραβευτεί με Νόμπελ Ειρήνης, ανέλαβε την εξουσία μετά τις εκλογές του 2015. Επι δεκαετίες βρισκόταν σε κατ′ οίκον περιορισμό από τη χούντα της Μιανμάρ και ο αγώνας της τη ανέδειξε σε διεθνές σύμβολο.
Η διεθνής φήμη της αμαυρώθηκε όταν χιλιάδες Ροχίνκγια εγκατέλειψαν τη γή τους κυνηγημένοι από τον στρατό, το 2017, αλλά παραμένει δημοφιλής στη Μιανμάρ.
Η πολιτική ένταση κορυφώθηκε την περασμένη εβδομάδα, όταν εκπρόσωπος του στρατού αρνήθηκε να αποκλείσει το ενδεχόμενο πραξικοπήματος, ενόψει της συνεδρίασης της Βουλής, την 1η Φεβρουαρίου. Ο στρατηγός Μιν Αούνγκ Χλάινγκ είχε απειλήσει ότι το Σύνταγμα της χώρας θα μπορούσε να τεθεί «σε αναστολή».
Ωστόσο, το Σαββατοκύριακο, ο στρατός έδειξε να πηγαίνει ένα βήμα πίσω, ανακοινώνοντας μέσω κοινωνικών δικτύων ότι θα έκανε ”οτιδήποτε δυνατό για να σεβαστεί τις δημοκρατικές διαδικασίες των ελεύθερων και δίκαιων εκλογών”.
Αρματα μάχης είχαν αναπτυχθεί σε δρόμους της χώρας την περασμένη εβδομάδα και σε κάποιες πόλεις έγιναν και διαδηλώσεις υπέρ του στρατού. Η εκλογική επιτροπή της Μιανμάρ έχει απορρίψει τους ισχυρισμούς των στρατιωτικών περί εκλογικής νοθείας.
Σύμφωνα με το Σύνταγμα της χώρας, που δημοσιεύτηκε το 2008, μετά από δεκαετίες στρατιωτικής εξουσίας, το 25% των θέσεων στη Βουλή αποτελείται από στρατιωτικούς, οι οποίοι ελέγχουν και τρία βασικά υπουργεία στην κυβέρνηση της Σου Τσι.
Διεθνής ανησυχία
Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες ,εξέφρασε τη «μεγάλη ανησυχία» του για το πραξικόπημα σε εξέλιξη και «καταδίκασε με τον πιο σθεναρό τρόπο» τη σύλληψη της Αούνγκ Σαν Σου Τσι και την κατάληψη «της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας» από τον στρατό, που πλήττει «τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις» των τελευταίων ετών στη Μιανμάρ.
Ο Ντάνιελ Ράσελ, αμερικανός διπλωμάτης που επί Μπαράκ Ομπάμα ήταν αρμόδιος για την ανατολική Ασία, χαρακτήρισε το νέο πραξικόπημα «βαρύ πλήγμα για τη δημοκρατία στη Μιανμάρ» αλλά «και για τα συμφέροντα των ΗΠΑ».
Ο Μάρεϊ Χίμπερτ, ειδικός στη νοτιοανατολική Ασία στο ινστιτούτο μελετών Center for Strategic and International Studies της Ουάσινγκτον, χαρακτήρισε «πρόκληση» για τη νέα κυβέρνηση Μπάιντεν το πραξικόπημα.
Ο Τζον Σίφτον του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch, HRW) υπογράμμισε από την πλευρά του ότι στην πραγματικότητα, ο στρατός της Μιανμάρ ουδέποτε τέθηκε υπό τον έλεγχο των πολιτικών, καλώντας την Ουάσινγκτον και άλλους να επιβάλλουν «αυστηρές», «στοχευμένες» οικονομικές κυρώσεις στα ηγετικά στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και τα οικονομικά τους συμφέροντα.