ΗΠΑ: Ο πρίγκιπας της Σ. Αραβίας ενέκρινε την δολοφονία του Κασόγκι
Ο πρίγκιπας διάδοχος της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμαντ μπιν Σαλμάν «επικύρωσε» τη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι, το 2018, εκτιμούν οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών σε μια αποχαρακτηρισμένη έκθεση που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
«Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι ο πρίγκιπας διάδοχος της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμαντ μπιν Σαλμάν επικύρωσε την επιχείρηση στην Κωνσταντινούπολη, στην Τουρκία, για τη σύλληψη ή τη δολοφονία του Σαουδάραβα δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι», αναφέρεται σε αυτό το τετρασέλιδο έγγραφο που δημοσιοποίησε το γραφείο της Διευθύντριας Εθνικών Πληροφοριών.
«Ο πρίγκιπας διάδοχος θεωρούσε τον Κασόγκι απειλή για το βασίλειο και γενικότερα στήριζε την προσφυγή σε βίαια μέτρα, εφόσον χρειαζόταν, για να φιμωθούν οι αντιφρονούντες στο εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένου και του Κασόγκι», προσθέτουν οι συντάκτες της έκθεσης.
Στο κείμενο υπογραμμίζεται ότι από το 2017 ο πρίγκιπας διάδοχος είχε «τον απόλυτο έλεγχο» των υπηρεσιών πληροφοριών και ασφαλείας του βασιλείου, κάτι που «καθιστά άκρως απίθανη την υπόθεση οι Σαουδάραβες αξιωματούχοι να εκτέλεσαν μια τέτοια επιχείρηση χωρίς το πράσινο φως» εκ μέρους του.
Οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών υποθέτουν εξάλλου ότι εκείνη την εποχή ο Μοχάμαντ μπιν Σαλμάν είχε καλλιεργήσει ένα τέτοιο κλίμα που οι συνεργάτες του δεν τολμούσαν να αμφισβητήσουν τις εντολές που δέχονταν «γιατί φοβούνταν ότι θα απολυθούν ή θα συλληφθούν».
Ο Κασόγκι, που διέμενε στις ΗΠΑ και συνεργαζόταν ως αρθρογράφος με την εφημερίδα Washington Post, γράφοντας επικριτικά κείμενα για την πολιτική που εφάρμοζε ο πρίγκιπας διάδοχος, δολοφονήθηκε και διαμελίστηκε μέσα στο προξενείο της Σαουδικής Αραβίας στην Κωνσταντινούπολη από μια ομάδα προσώπων που συνδέονταν με τον Μοχάμαντ μπιν Σαλμάν.
Το Ριάντ αρνείται κάθε ανάμιξη του πρίγκιπα διαδόχου σε αυτήν την υπόθεση.
Αποχαρακτηρίζοντας την έκθεση, η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν ανέτρεψε την πολιτική του τέως προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος αρνήθηκε να την δημοσιοποιήσει, παραβλέποντας έναν νόμο του 2019. Το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζει τη βούληση των ΗΠΑ να αντιπαρατεθούν με το Ριάντ σε μια σειρά ζητημάτων, από τα ανθρώπινα δικαιώματα μέχρι τον πόλεμο στην Υεμένη. Εξάλλου, η νέα Διευθύντρια Εθνικών Πληροφοριών Αβρίλ Χέινς είχε δεσμευτεί ότι θα τηρούσε τον νόμο του 2019, που απαιτούσε από το γραφείο της να δώσει στη δημοσιότητα μέσα σε διάστημα 30 ημερών την αποχαρακτηρισμένη έκθεση.
Ωστόσο, η Ουάσινγκτον προσπάθησε να μαλακώσει το πλήγμα, καθώς χθες ο Μπάιντεν μίλησε στο τηλέφωνο με τον 85χρονο πατέρα του πρίγκιπα, τον βασιλιά Σαλμάν και, όπως ανακοίνωσαν και οι δύο πλευρές, επαναβεβαίωσαν τη συμμαχία των χωρών τους και δεσμεύτηκαν να συνεργαστούν.
Η αμερικανική κυβέρνηση πάντως εξετάζει το ενδεχόμενο να ακυρώσει συμβάσεις για την πώληση όπλων στη Σαουδική Αραβία και να περιορίσει τις μελλοντικές μόνο σε «αμυντικά» οπλικά συστήματα, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters. Ένας εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ είπε ότι η Ουάσινγκτον επικεντρώνεται στον τερματισμό του πολέμου στην Υεμένη, αφού διασφαλίσει ότι η Σαουδική Αραβία θα έχει ό,τι χρειάζεται για να υπερασπιστεί το έδαφός της.
Ο 59χρονος Κασόγκι πήγε στις 2 Οκτωβρίου 2018 στο προξενείο της χώρας του στην Κωνσταντινούπολη για να παραλάβει ένα έγγραφο που χρειαζόταν για να παντρευτεί την Τουρκάλα αρραβωνιαστικιά του. Μια ομάδα Σαουδαράβων αξιωματούχων που συνδέονταν με τον πρίγκιπα διάδοχο τον σκότωσε και τον διαμέλισε. Το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ.
Αρχικά, το Ριάντ έδωσε αντικρουόμενες εκδοχές για την εξαφάνισή του, όμως τελικά παραδέχτηκε ότι σκοτώθηκε σε μια επιχείρηση για τη σύλληψή του που «δεν πήγε καλά». Συνελήφθησαν 21 πρόσωπα, ενώ απολύθηκαν πέντε υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι, όπως ο υπαρχηγός των υπηρεσιών πληροφοριών Άχμαντ Ασίρι και ένας βοηθός του πρίγκιπα διαδόχου, ο Σαούντ αλ Καχτάνι. Τον Ιανουάριο του 2019 έντεκα άνθρωποι δικάστηκαν, κεκλεισμένων των θυρών. Οι πέντε από αυτούς καταδικάστηκαν σε θάνατο, αλλά οι ποινές τους μετατράπηκαν σε 20ετή κάθειρξη, αφού τους συγχώρεσε η οικογένεια του Κασόγκι. Τρεις άλλοι καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης.
Ο Ασίρι δικάστηκε αλλά απαλλάχθηκε «λόγω έλλειψης αποδείξεων» ενώ στον Καχτάνι δεν ασκήθηκε καμία δίωξη.