Διερευνητικές επαφές Ελλάδας-Τουρκίας - Αλήθειες και μύθοι
Με τις αναρίθμητες αναλύσεις στα μέσα μαζικής ενημέρωσης περί του διακυβεύματος και των συμπαρομαρτούντων απολήξεων των διερευνητικών επαφών μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, ένα και μόνο ερώτημα εξακολουθεί να παραμένει αναπάντητο.
Γιατί από το μη διάλογομε την Τουρκία που υιοθέτησε ο Ανδρέας Παπανδρέου στην πρώτη περίοδο της διακυβέρνησής του (1981-1985), οδηγηθήκαμε στο πνεύμα το Νταβός (Ι & ΙΙ) στη συμφωνία του Ελσίνκι (1999) και στους εξήντα ένα γύρους διερευνητικών επαφών.
Πριν απαντήσουμε στο προφανές του ερωτήματος, θα πρέπει να αναδιφήσουμε στην προηγούμενη ιστορική εμπειρία και να ιχνηλατήσουμε τα καταγεγραμμένα διαμειφθέντα των πρωταγωνιστών της Ελληνικής πολιτικής πράξης.
Με δεδομένο ότι αναφερόμαστε στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής με τη χρήση της διπλωματίας οτιδήποτε «λέγεται ότι ελέχθη είναι ανεξέλεγκτο, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν συμφωνημένα πρακτικά» (Τ.Γιαννίτσης).
Ουσιαστικά αναφερόμαστε σ’ ένα προπαρασκευαστικό-προδιαπραγματευτικό στάδιο, ώστε να ανιχνευθούν οι αντικειμενικές πολιτικές προθέσεις και οι στόχοι των εκατέρωθεν μερών.
Υπό αυτό το πρίσμα, ναι μεν καθίσταται εναργής η απουσία μιας κοινής διπλωματικής συνισταμένης, αλλά το στοιχείο του τρόμου που προκαλεί η άμεση και απέραντη Τουρκική απειλή, σε συνδυασμό με το ειδικό γεωπολιτικό βάρος της Άγκυρας και την απουσία μιας κουλτούρας πελατειακών σχέσεων με τις Μεγάλες Δυνάμεις από την Αθήνα, προδιαγράφουν την αναπόδραστη κατάληξη της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Ορίζοντας τη διπλωματία ως τη διαχείριση των σχέσεων μεταξύ των κρατών με ειρηνικά μέσα και εντός ενός κωδικοποιημένου κανονιστικού πλαισίου, θα επιχειρήσουμε να αναδιφήσουμε στο ιστορικό των διερευνητικών συνομιλιών ως συνέχεια της στρατηγικής του εξευρωπαϊσμού/κοινοτικοποίησης των ελληνοτουρκικών (1996-2004), που εκκινούν τον Μάρτιο του 2002 στην Άγκυρα και για δεκατέσσερα συναπτά έτη αναζητείται ένα modus vivendi για την επίλυση της μοναδικής, ιστορικής νομικής διαφοράς μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, που είναι η οριοθέτηση της ηπειρωτικής-νησιωτικής υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο.
Καταγράφοντας ωστόσο τα λεχθέντα των διαμορφωτών της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής μαθαίνουμε ότι «επί 55 γύρους, μέχρι το 2013» το αντικείμενο των διερευνητικών επαφών δεν ήταν «ούτε η οριοθέτηση ΑΟΖ, ούτε η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου στην οποία βρίσκονται πολύ σημαντικά ελληνικά νησιά», αλλά «η αναζήτηση συμφωνίας για την έκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο».
Μόνο κατά την περίοδο που ανέλαβε τα ηνία του Ελληνικού υπουργείου εξωτερικών, ο Ευάγγελος Βενιζέλος (2013-2015), άλλαξε το αντικείμενο των διερευνητικών επαφών με σκοπό οι συζητήσεις να επικεντρωθούν σε ζητήματα που αφορούν «την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών επί των οποίων το παράκτιο κράτος δεν ασκεί εθνική κυριαρχία αλλά κυριαρχικά δικαιώματα που προϋποθέτουν οριοθέτηση με γειτονικά κράτη», διευρύνοντας το αντικείμενο «της διαπραγμάτευσης ώστε να συμπεριληφθεί πέραν του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου».
Αντίστροφα η προκριματική θέση που δεσπόζει στα δεκαεννέα πλέον χρόνια των διερευνητικών επαφών, με κυρίως αντικείμενο το ζήτημα της διεύρυνσης ή μη των ελληνικών χωρικών υδάτων, ήταν και είναι να «υπάρξει κλιμακωτή επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων που σε ορισμένες περιπτώσεις προέβλεπε την επέκταση των χωρικών υδάτων της Ηπειρωτικής χώρας ή ακόμη και στα νησιά δυτικά του 25ου μεσημβρινού στα 12 ν.μ. και στα υπόλοιπα νησιά κλιμακωτή και κατά περίπτωση επέκταση που έφθανε μέχρι τα 8 ή 10 μίλια αλλά και σε πολλές περιπτώσεις παρέμεναν καθηλωμένα στα 6 ν.μ.».
Η ανωτέρω διαπίστωση επιβεβαιώνεται από την πολιτική ηγεσία του Ελληνικού υπουργείου εξωτερικών, πρωτίστως από τον πρώην υπουργό, Ε. Βενιζέλο, σημειώνοντας ότι μέχρι το 2013 το «πραγματικό αντικείμενο των διερευνητικών επαφών ήταν […], η αναζήτηση συμφωνίας για την έκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο».
Τοιουτοτρόπως ο πρώην υφυπουργός εξωτερικών Χρ. Ροζάκης δηλώνει ότι :«…από το 2010 ως το 2016, με κύριο εκπρόσωπο της Ελλάδας τον πρέσβη ε.τ. κ. Παύλο Αποστολίδη, επιτελέστηκε θεαματική πρόοδος, με αποτέλεσμα να περιοριστεί η ύλη των συζητήσεων σε ένα θέμα: την αιγιαλίτιδα ζώνη στο Αιγαίο».
Χωρίς να θέλουμε να προβούμε σε αξιολογικές κρίσεις περί του πρακτέου και συνυπολογίζοντας τις μαρτυρίες του περιφερειακού μας συνδαιτυμόνα (με τη γραφίδα του Τούρκου πρέσβη Ντενίζ Μπουλούκμπασι που έλαβε μέρος στον 36ο γύρο των διερενητικών συνομιλιών) περί αποδοχής από την Ελληνική πολιτική ηγεσία του περιορισμού των χωρικών υδάτων στα 6 ν.μ. σε συγκεκριμένες περιοχές του Ανατολικού Αιγαίου, το προκειμένου συνίσταται στο εάν υπάρχει μία εναργώς προσδιορισμένη και συντεταγμένη πρόταση πολιτικής για την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων.
Αντί να λειτουργούμε μεταπρατικά, αναπαράγοντας άνευ όρων και προϋποθέσεων πολιτικές του παρελθόντος, όπως καταδεικνύει η ιστορική εμπειρία στις περιπτώσεις του Αιγαίου, της Κύπρου και στο ζήτημα της ονοματοδοσίας της ΠΓΔΜ, καλό θα ήταν οι διαμορφωτές της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής να κατανοήσουν τα αφετηριακά κίνητρα και τις προθέσεις της Άγκυρας διαχρονικά.
Η ακόρεστη βουλιμία των τουρκικών αξιώσεων ισχύος αποβλέπει στη θεμελιώδη αλλαγή του εδαφικού καθεστώτος από τη Θράκη και το Αιγαίο μέχρι την Κύπρο, σε μια προσπάθεια να εγκαθιδρυθεί ένα καθεστώς συνιδιοκτησίας/συνδιαχείρισης.
Η Τουρκία αποτελεί ένα ασφαλές, άπληστο κράτος και εκδηλώνει τις αναθεωρητικές της αξιώσεις απέναντι στην Ελλάδα λόγω της απουσίας μιας δεδηλωμένης, πραγματικής αποτρεπτικής απειλής που θα καθιστά απαγορευτική οποιαδήποτε ενέργεια διαμφισβήτησης των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων σε ξηρά, αέρα και θάλασσα.
Τουναντίον η Ελληνική εξωτερική πολιτική από την μεταπολιτευτική περίοδο και ύστερα διάγει μια βαθιά εσωτερική κρίση με αποκορύφωμα την τελευταία δεκαετία.
Δεν είναι μόνο η απουσία μίας ενιαίας πολιτικής απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, αλλά κυρίως η μετάδοση μίας εσφαλμένης εικόνας (και στην ελλαδική και στη διεθνή κοινή γνώμη) που διαμορφώνεται και αναπαράγεται καθημερινά στις ειδησεογραφικές εκπομπές και στον Τύπο.
Επαΐοντες και μη εκφράζουν προσωπικές γνώμες και απόψεις χωρίς να διαθέτουν το αναγκαίο θεωρητικό και ιστορικό υπόβαθρο.
Προχωρούν σε άκαιρες και άστοχες προβλέψεις (μπορεί ο καθείς να ανατρέξει στο διαδίκτυο και ν’ αναζητήσει το πλήθος αναλύσεων περί επερχόμενου θερμού επεισοδίου ή στρατιωτικής σύρραξης με την Τουρκία) περί της πιθανοφανούς πολιτικοστρατηγικής συμπεριφοράς της Άγκυρας, χωρίς να συνυπολογίζουν την πρακτική αδυναμία να συνεκτιμηθούν-αξιολογηθούν το πλήθος των ανεξάρτητων (ηγέτης, ομάδες της κυβερνητικής και στρατιωτικής γραφειοκρατίας, κ.α.) και παρεμβαίνουσων (περιφερειακές και πλανητικές δυνάμεις) μεταβλητών, σε διαφορετικά χρονικά, γεωγραφικά και πολιτικά πλαίσια. Με διαφορετική διατύπωση είναι σαν να προσπαθεί κανείς να στερεώσει «καλαμάκια στον άνεμο».
Εν κατακλείδι η ατραπός της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και συνεπαγόμενα η απάντηση στο αφετηριακό μας ερώτημα, έχει εκ προοιμίου οριοθετηθεί, όταν από τις δεκάδες δήθεν έγκαιρες προειδοποιήσεις περί επερχόμενου ελληνοτουρκικού πολέμου φθάσαμε στην επιλογή ενός ακόμη έντιμου πολιτικού συμβιβασμού (μετά τη συμφωνία των Πρεσπών) στο Αιγαίο και στην Κύπρο, επικυρώνοντας το δόγμα της μικρή πλην εντίμου Ελλάδος.
Πρώτη δημοσίευση στο imerazante.gr