«Κατάσταση Goeben»: Ελληνικά αεροπλάνα εναντίον τουρκικών πολεμικών στα Δαρδανέλια
Η συμμετοχή της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο αποτελεί ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, δεδομένου ότι συνοδεύτηκε από γεγονότα ως ο Εθνικός Διχασμός και ότι βρέθηκε ανάμεσα στη «Μεγάλη Εξόρμηση» των Βαλκανικών Πολέμων και την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ως εκ τούτου, είναι πολλοί αυτοί που δεν γνωρίζουν πχ για τη μάχη του Σκρα ντι Λέγκεν, την κούρσα εξοπλισμών στο Αιγαίο, το Μακεδονικό Μέτωπο και άλλα ξεχασμένα κεφάλαια της ελληνικής ιστορίας- ωστόσο το ότι αυτά έχουν ξεχαστεί δεν υποβαθμίζει την ιστορική τους σημασία, καθώς πρόκειται για γεγονότα που επηρέασαν τις μετέπειτα εξελίξεις που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη Ελλάδα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο: Οι δύο μεγάλες μάχες του ελληνικού στρατού
Μεταξύ αυτών των κεφαλαίων είναι και η δράση των Ελλήνων αεροπόρων του ΝΑΣ (Ναυτικό Αεροπορικό Σώμα) στο Αιγαίο- και ειδικότερα οι επιχειρήσεις του ενάντια στα πολεμικά «Goeben» και «Breslau» που είχε διαθέσει η Γερμανία στη σύμμαχό της Οθωμανική Αυτοκρατορία.
ΝΑΣ: Η αυγή του Ναυτικού Αεροπορικού Σώματος
Η επιτυχής χρήση υδροπλάνων στις επιχειρήσεις στο Αιγαίο κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους οδήγησε το ελληνικό πολεμικό ναυτικό στην ανάπτυξη του Ναυτικού Αεροπορικού Σώματος (ΝΑΣ), την 20η Απριλίου 1914. Στο εγχείρημα συνετέλεσε και η βρετανική αποστολή που μεριμνούσε για τον εκσυγχρονισμό του Πολεμικού Ναυτικού.
Όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, για τον εξοπλισμό του ΝΑΣ παραγγέλθηκαν τρία υδροπλάνα Sopwith Greek Seaplane, το πρώτο από τα οποία έφτασε στην Ελλάδα τον Μάιο του 1914. Στoν Ασπρόπυργο, κοντά στο σημερινό αεροδρόμιο της Ελευσίνας, οργανώθηκε Σχολή Αεροπορίας, όπου εκπαιδεύτηκε ως χειριστής ένας από τους κορυφαίους Έλληνες ιπτάμενους άσσους της ιστορίας, ο Αριστείδης Μωραϊτίνης, τον Οκτώβριο του 1914, μαζί με άλλους δύο αξιωματικούς. Λόγω ακαταλληλότητας της περιοχής, το ΝΑΣ μεταφέρθηκε στο Παλαιό Φάληρο. Το υλικό της Σχολής ενισχύθηκε με τέσσερα Henry Farman ΗF.22. Ωστόσο η μετάθεσή του Μωραϊτίνη, μαζί με άλλους έμπειρους αεροπόρους και τεχνικούς το φθινόπωρο του 1915, είχε ωςαποτέλεσμα τον περιορισμό των δραστηριοτήτων του ΝΑΣ.Η αναγέννηση του ΝΑΣ ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1916, όταν ο Μωραϊτίνης ανέλαβε εκ νέου τη διοίκηση του ΝΑΣ και επιχειρούσε ενταγμένο στη 2η Βρετανική Πτέρυγα του RNAS (Royal Naval Air Service). Το πεδίο δράσης ήταν κυρίως η Αν. Μακεδονία και η Θράκη, όπου Γερμανοί και Βούλγαροι είχαν αναπτύξει σημαντικές αεροπορικές δυνάμεις και εγκαταστάσεις.
Την 18η Μαρτίου 1917 ο Μωραϊτίνης με αεροσκάφος Henry Farman HF.22 και παρατηρητή τον Ανθυπολοχαγό Ψύχα εκτέλεσε μια παράτολμη αποστολή, βομβαρδίζοντας το αεροδρόμιο Ζέρεβιτς, στη Δράμα, καταστρέφοντας τα υπόστεγα των αεροσκαφών. Στη συνέχεια, βομβάρδισε το σιδηροδρομικό σταθμό της Δράμας, καταστρέφοντας τρεις αμαξοστοιχίες.
Η απόδοση των αεροπόρων του ΝΑΣ οδήγησε στη δημιουργία της ελληνικής Μοίρας Ζ, το Μάιο του 1917. Σημαντική ήταν η δράση της Μοίρας σε συνδυασμένη επιχείρηση με τους Βρετανούς, εναντίον στόχων στην Αν. Θράκη και πάνω από την Καλλίπολη.
Επιχειρήσεις σε Μακεδονικό Μέτωπο και Αιγαίο
Όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού (Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού-ΜΕΘ′ ΟΡΜΗΣ ΑΚΑΘΕΚΤΟΥ-ΕΠΙΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ 1821-1945), η Ναυτική Αεροπορία πριν από την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο ήταν εμπόλεμο σώμα με Έλληνα διοικητή και υπαγόταν κατά τα άλλα στην αγγλική αεροπορία Αιγαίου. Κατά το πρώτο στάδιο της δράσης της, η Ναυτική Αεροπορία είχε δύο κυρίως βάσεις, τη μία στο αεροδρόμιο Ρωμανό Μούδρου και την άλλη στο αεροδρόμιο Καζαβιτίου Θάσου.
Το αεροδρόμιο Καζαβιτίου διέθετε επτά μαχητικά αεροπλάνα, δύο Henri Farman, τρία Sopwith Bomber και δύο Sopwith Fighter. Όλα τα αεροπλάνα ήταν παλαιά και μικρών επιδόσεων. Οι ταχύτητές τους δεν περνούσαν τους 80 κόμβους, ενώ τα φτερά τους έσπαζαν ή διπλώνονταν κάθε φορά που ξεπερνούσαν το όριο ταχύτητας. Στο αεροδρόμιο Μούδρου, όπου έδρευε και η διοίκηση του ΝΑΣ, υπήρχαν 26 μαχητικά αεροπλάνα, πέντε Sopwith Fighter, τέσσερα Sopwith Bomber, πέντε μονοθέσια Sopwith Pup, έξι εκπαιδευτικά Β.Ε.-2 και Β.Ε.-2Ε, πέντε Henri Farman και ένα Sopwith Threeplane, τύπος αεροπλάνου δίωξης, με το οποίο πετούσε μόνο ο υποπλοίαρχος Μωραϊτίνης. Σαράντα τρία αεροπλάνα αποτελούσαν τον μάχιμο αεροπορικό στόλο του Ναυτικού. Οι πιλότοι του ΝΑΣ δρούσαν στις περισσότερες αποστολές με Henri Farman.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Θωρηκτό «Σαλαμίς»: Η άγνωστη ιστορία του ισχυρότερου πολεμικού πλοίου της ελληνικής ιστορίας, που δεν παραδόθηκε ποτέ
Στο Μακεδονικό Μέτωπο, η γερμανική αεροπορία με κύριο ορμητήριο το αεροδρόμιο Ζέρεβιτς, διατηρούσε την υπεροχή απέναντι στις γαλλικές και βρετανικές αεροπορικές δυνάμεις. Η αεροπορική αδυναμία των Συμμάχων στη Μακεδονία οφειλόταν στην προτεραιότητα που έδιναν στην κάλυψη του Δυτικού Μετώπου αλλά και στη ραγδαία αύξηση της γερμανικής αεροπορικής δύναμης. Το νέο γερμανικό καταδιωκτικό Fokker αποδείχθηκε τρομερή απειλή και καθήλωσε τις συμμαχικές αεροπορικές δυνάμεις στο έδαφος για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η γερμανική υπεροχή είχε ως αποτέλεσμα τη συνεχή παρενόχληση του αεροδρομίου της Θάσου, το οποίο οι Γερμανοί έπληξαν πολλές φορές προκαλώντας σοβαρές ζημιές. Μέχρι το τέλος του 1916 η γερμανική αεροπορία είχε την υπεροχή μέχρις ότου οι Σύμμαχοι αντιπαρέταξαν τα νέου τύπου αεροσκάφη Nieuport, Spad (γαλλικά) και Bristol (αγγλικό).
Οι εκπαιδευόμενοι Έλληνες αεροπόροι λόγω της γερμανικής πίεσης αναγκάστηκαν να περιορίσουν τον χρόνο εκπαιδεύσεώς τους και άρχισαν ταχύτατα τις πολεμικές επιχειρήσεις. Πέρα από όλες τις δυσκολίες που είχαν να αντιμετωπίσουν, είχαν και τη δυσπιστία των Άγγλων, η οποία υπερνικήθηκε από τον Μωραϊτίνη, ο οποίος κατήρτισε ιδιότυπο εκπαιδευτικό σύστημα, κατά το οποίο η εκπαίδευση των μαθητών γινόταν στο πεδίο της μάχης σε πραγματικές συνθήκες. Κάθε εκπαιδευτική πτήση ήταν και μία αποστολή. Πρώτος πήγαινε ο Μωραϊτίνης ως αρχηγός σχηματισμού οδηγώντας τους μαθητές στο πεδίο της μάχης. Το Ναυτικό Αεροπορικό Σώμα είχε αξιόλογες επιτυχίες στο πεδίο της μάχης και οι Έλληνες αεροπόροι απέσπασαν τον θαυμασμό των Συμμάχων. Ο Μωραϊτίνης χρησιμοποιούσε πρωτάρηδες σε αποστολές, στις οποίες οι Βρετανοί συνήθως ανέθεταν σε πιλότους δύο και τριών ετών. Για λόγους ασφαλείας οι μαθητές συνοδεύονταν από τους εκπαιδευτές τους, παρόλο που τα αεροπλάνα δεν ήταν διπλού χειρισμού.
Οι Σύμμαχοι μετά τις επιτυχείς ενέργειες της Ναυτικής Αεροπορίας ενέκριναν τη συγκρότηση πλήρους ελληνικής μονάδας, τη λεγόμενη Μοίρα Ζ, η οποία απέκτησε αργότερα υπόστεγο και αεροπλάνα διώξεως και βομβαρδισμού, τύπου Farman 155 και Bristol. Το πρωί της 4ης Ιουνίου 1917 ελληνικά βομβαρδιστικά απογειώθηκαν από τη Θάσο με αποστολή τον εμπρησμό των σιτηρών της πεδιάδας της Κεραμωτής. Σε αυτήν την αποστολή κατόπιν διώξεως από γερμανικό αεροσκάφος τύπου Fokker, βρήκε τον θάνατο ο χειριστής του ελληνικού βομβαρδιστικού Δημ. Αργυρόπουλος, ενώ ο παρατηρητής Π. Ψύχας τινάχτηκε στο νερό. Ο Ψύχας εν μέσω πυκνών πυρών βουλγαρικού πυροβολικού, κολύμπησε προς τον νεκρό Αργυρόπουλο και θεωρώντας ότι έχει λιποθυμήσει, τον έδεσε σε ένα φτερό του αεροσκάφους ούτως ώστε να μπορεί ν’ αναπνέει. Αγγλικό αεροσκάφος που ερευνούσε την περιοχή για να τους μαζέψει όχι μόνο δεν κατάφερε να τους μαζέψει λόγω της θαλασσοταραχής αλλά και κατέπεσε στη θάλασσα.Ο νεκρός Αργυρόπουλος βρέθηκε τελικά από ένα βρετανικό αντιτορπιλικό ενώ ο Ψύχας συνέχισε να είναι άφαντος. Τελικά, περισώθηκε από περαστικό πλοιάριο. Ο Αργυρόπουλος ήταν ο πρώτος νεκρός αεροπόρος της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ποιοι ήταν οι Έλληνες πιλότοι- ιπτάμενοι άσσοι του Ελληνοϊταλικού Πολέμου
Από το καλοκαίρι του 1917 οι επιχειρήσεις επεκτάθηκαν προς τα Δαρδανέλια και την Κωνσταντινούπολη. Τον Ιούνιο του 1917, οι Βρετανοί αποφάσισαν να βομβαρδίσουν τα Στενά του Ελλησπόντου και την Κωνσταντινούπολη. Γι’ αυτό τον σκοπό, χρησιμοποιήθηκε ένα από τα μεγάλα βομβαρδιστικά Hadley Page με ορμητήριο τον Μούδρο. Σύμφωνα με την αποστολή, τα αεροσκάφη της μοίρας θα παρενοχλούσαν τα πυροβολεία των Στενών, τα οποία είχαν οργανωθεί από τους Γερμανούς. Η πρώτη έξοδος του βομβαρδιστικού έγινε στις 24 Ιουνίου αλλά δεν είχε αποτέλεσμα γιατί μηχανική βλάβη το ανάγκασε να επιστρέψει στον Μούδρο. Η αποστολή επαναλήφθηκε την επομένη ενώ οι Μωραϊτίνης, Μελετόπουλος, Χαλκιάς και Κωνσταντίνου εκτελούσαν πτήσεις πάνω από τα Στενά. Σε αυτή την αποστολή βρήκαν τον θάνατο ο χειριστής σημαιοφόρος Ιωάννης Χαλκιάς και ο παρατηρητής, επίσης σημαιοφόρος, Βαρθολομαίος Λάζαρης, των οποίων το αεροσκάφος πιθανώς κατέπεσε σε τουρκικό έδαφος.
Οι επιδρομές στα Δαρδανέλια κράτησαν πέντε μέρες και στο διάστημα αυτό επλήγησαν σημαντικότατοι στόχοι. Ο Μωραϊτίνης, ο οποίος ήταν και ο αρχηγός, αιφνιδίασε τα πυροβολεία του Τσανάκ Καλέ και χτύπησε το φρούριο και τα γειτονικά εργοστάσια από ύψος 250 μέτρων εν μέσω αντιαεροπορικών πυρών.
«Κατάσταση Goeben»
Ένας από τους μεγαλύτερους «πονοκεφάλους» της ελληνικής, και γενικότερα της συμμαχικής ηγεσίας ήταν η ενίσχυση του τουρκικού (οθωμανικού) στόλου με δύο γερμανικά πολεμικά, το «Goeben» (Γκέμπεν) και το «Breslau» (Μπρεσλάου), τα οποία είχαν μετονομαστεί σε Yavuz Sultan Selim και Midili αντίστοιχα. Αυτά τα δύο πλοία είχαν μείνει ακινητοποιημένα λόγω έλλειψης γαιανθράκων, διότι η Ρωσία είχε επιβάλει αποκλεισμό από το καλοκαίρι του 1916. Ο αποκλεισμός κράτησε μέχρι το τέλος του 1917, όταν η κομμουνιστική πλέον Ρωσία υπέγραψε ανακωχή με τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες. Οι Γερμανοί αποφάσισαν τότε να πραγματοποιήσουν έξοδο των πλοίων από τα Στενά για να πλήξουν τις συμμαχικές ανθυποβρυχιακές συνοδείες, τα πλοία που στάθμευαν στον Μούδρο, ενώ το σχέδιο δράσης επεκτεινόταν μέχρι και τη Θεσσαλονίκη.
Την αυγή της 20/1/1918 τα δύο πολεμικά περνούσαν τα Στενά των Δαρδανελλίων, προκαλώντας την κινητοποίηση των Συμμάχων, κάτι που έμεινε γνωστό ως «Κατάσταση Goeben». Ωστόσο το «Goeben» έπεσε πάνω σε νάρκη των Συμμάχων κι έπαθε ελαφρές ζημιές. Εντούτοις, συνέχισαν την πορεία τους προς την Ίμβρο, της οποίας το λιμάνι δέχθηκε τη σφοδρή επίθεση των δύο πλοίων. Μόνο δύο βρετανικά αντιτορπιλικά και τα υπόστεγα της αεροπορικής βάσεως διέφυγαν της καταστροφής. Παρ’ όλα αυτά, το «Goeben» αναπάντεχα έκανε στροφή 180 μοιρών πιθανότατα λόγω βλάβης από την πρόσκρουση σε νάρκη.
Η βρετανική ηγεσία διέταξε όλες τις ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις να επιτεθούν κατά των δύο πολεμικών. Οι ναυτικές δυνάμεις δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν λόγω του αιφνιδιασμού, αλλά οι αεροπορικές δυνάμεις ενήργησαν άμεσα. Πρώτα κινητοποιήθηκε η Αεροπορία Ίμβρου με αεροσκάφη αναγνώρισης και δίωξης και στη συνέχεια, η Αεροπορία Μούδρου με βομβαρδιστικά. Τέλος, κατέφθασε και η Αεροπορία Θάσου. Λόγω του ότι ήδη τα αεροσκάφη της Ίμβρου παρενοχλούσαν το «Goeben», το «Breslau» έκανε κίνηση να τεθεί επικεφαλής, ούτως ώστε να απελευθερωθεί ο πίσω χώρος για να μπορούν να δράσουν τα αντιαεροπορικά του «Goeben». Κατά την κίνηση αυτή, το «Breslau» κατέπεσε σε νάρκη και έμεινε ακυβέρνητο. Το «Goeben» επιχείρησε να πλησιάσει για να βοηθήσει το «Breslau», αλλά το πλοίο χτύπησε και σε δεύτερη νάρκη, ενώ τα αεροσκάφη και τα βρετανικά πολεμικά «Tiger» (καταδρομικό μάχης) και «Lizard» (αντιτορπιλικό) εμπόδιζαν την προσέγγιση.
Τότε το «Breslau» απαγκιστρώθηκε μόνο του, αλλά μέσα στην προσπάθειά του έπεσε διαδοχικά σε τέσσερις νάρκες και άρχισε να βυθίζεται. Το «Goeben» αποφάσισε να επιστρέψει στα Στενά από τον συντομότερο δρόμο, ενώ το καταδίωκαν δεκάδες αεροπλάνα με επικεφαλής τον πλωτάρχη Μωραϊτίνη μέχρι την είσοδο των Στενών. Εκεί, προς κάλυψη του «Goeben», κατέφθασαν τουρκικά τορπιλοβόλα, καθώς και σμήνος γερμανικών αεροσκαφών. Σε αυτό το σημείο, διεξήχθη σφοδρή αερομαχία μεταξύ του Μωραϊτίνη και γερμανικών καταδιωκτικών, κατά την οποία κατέρριψε δύο. Στη συνέχεια, επέστρεψε στην Ίμβρο για να εφοδιαστεί σε καύσιμα και επέστρεψε άμεσα στη μάχη.
Πάνω ακριβώς από το σημείο όπου βρισκόταν το «Goeben», ο Μωραϊτίνης δέχθηκε επίθεση σμήνους γερμανικών αεροσκαφών, από τα οποία έριξε ένα. Στη συνέχεια όμως, τα δύο πυροβόλα του έπαθαν εμπλοκή. Το αεροπλάνο του Μωραϊτίνη βλήθηκε στον κινητήρα και αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ίμβρο. Εκεί πήρε ένα άλλο αεροσκάφος και πέταξε πάλι προς το πεδίο της μάχης και διενήργησε περιπολίες πάνω από τα Δαρδανέλια για δύο ώρες μέσα σε πυκνά πυρά των εχθρικών επάκτιων πυροβολείων. Κατά τις επιχειρήσεις κατά των δύο πολεμικών, ο Έλληνας χειριστής είχε σημειώσει συνολικά τρεις καταρρίψεις.
Το «Goeben» προσάραξε στα ρηχά του Ναγαρά κι έδωσε την ευκαιρία στους Συμμάχους να το χτυπήσουν αποφασιστικά, αφού το πλοίο έμεινε καθηλωμένο για πέντε μέρες. Η συμμαχική αεροπορία επιχειρούσε κατά του πολεμικού όλο το πενθήμερο, θέτοντας τελικά το πλοίο εκτός μάχης. Σε αυτές τις επιχειρήσεις συμμετείχε ολόκληρη η ελληνική ναυτική αεροπορία, η οποία θρήνησε την απώλεια του ανθυποπλοιάρχου Σπυρ. Χάμπα, ο οποίος στις 8 Ιανουαρίου του 1918, με αεροπλάνο τύπου Sopwith Bomber διενήργησε βομβαρδισμό από 150 μέτρα κατά του «Goeben», αλλά καταρρίφθηκε από τα επάκτια πυροβολεία.
Μετά τις επιχειρήσεις κατά των δύο θωρηκτών, οι Σύμμαχοι τίμησαν τον Μωραϊτίνη. Σημειώνεται πως οι επιχειρήσεις κατά δύο πολεμικών ήταν οι πρώτες αεροσκαφών εναντίον βαρέων πλοίων.
Οι επιχειρήσεις θα συνεχίζονταν σε ανατολικό Αιγαίο, παράλια Μικράς Ασίας και ανατολική Μακεδονία. Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1918 έγινε η τελευταία επιχείρηση της ναυτικής αεροπορίας με στόχο το αεροδρόμιο του Ναγαρά, με δύο αεροσκάφη να αποστέλλονται για να ελέγξουν εάν είχαν μεταφερθεί εκεί επτά γερμανικά αεροπλάνα και να βομβαρδίσουν. Το πρώτο αεροσκάφος λόγω μηχανικής βλάβης έπεσε στη θάλασσα και οι Έλληνες αεροπόροι (Φράγκος και Τσιριγώτης) συνελήφθησαν, μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και καταδικάσθηκαν σε θάνατο από τους Τούρκους. Ωστόσο, διέφυγαν της ποινής, διότι στο μεταξύ είχε γίνει ανακωχή. Το δεύτερο αεροσκάφος έπληξε κανονικά τον στόχο ρίχνοντας εναντίον του τρεις εκρηκτικές βόμβες και επέστρεψε στη βάση του.
Το ίδιο χρονικό διάστημα (Σεπτέμβριος του 1918), η ναυτική αεροπορία ανανέωσε τον στόλο της με νέα αεροσκάφη τύπου DeHavilland-4, DeHavilland-9 και Sopwith Camel, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν σε περιπολίες λίγο πριν από τη λήξη του πολέμου.
Μετά την υπογραφή της ανακωχής με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, παράλληλα με την παρουσία του Ελληνικού Στόλου στα Στενά, στις 2 Νοεμβρίου 1918, το Η2 Σμήνος απογειώθηκε από το αεροδρόμιο Ρωμανού Μούδρου και προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο του Αγ. Στεφάνου. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, πραγματοποίησε πτήση πάνω από την Κωνσταντινούπολη με τους Έλληνες αεροπόρους να κάνουν θεαματικούς ελιγμούς πάνω από την πόλη.
Ο θάνατος του Α. Μωραϊτίνη
Στα τέλη Νοεμβρίου 1918 ο πλωτάρχης Μωραϊτίνης παρευρέθηκε στη Θεσσαλονίκη για την παράδοση υλικού της συμμαχικής αεροπορίας στο ελληνικό Δημόσιο. Εκεί είχε φθάσει σιδηροδρομικώς. Όταν ήρθε η ώρα να επιστρέψει στην Αθήνα, ο Γάλλος ταγματάρχης Ντενέν του παραχώρησε το προσωπικό του αεροσκάφος, ένα Bréguet Bré 14. Αν και το αεροσκάφος αυτό τού ήταν τελείως άγνωστο, απογειώθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 1918 υπό δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Το αεροσκάφος κατέπεσε σε άγνωστη θέση και κανείς δεν έμαθε για την τύχη του, ενώ οι έρευνες δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Ο θάνατός του θεωρήθηκε μεγάλη εθνική απώλεια.
Πηγές: Πολεμικό Ναυτικό, Πολεμική Αεροπορία