«Ανησυχία»: Οι συνομιλίες του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν με την κόρη του Λιν Ούλμαν που έγιναν βιβλίο
«Να βλέπεις, να θυµάσαι, να κατανοείς. Όλα εξαρτώνται από το πού βρίσκεσαι. Την πρώτη φορά που ήρθα στο Χάµαρς ήµουν µόλις ενός έτους και δεν ήξερα τίποτα για την τεράστια και παθιασµένη αγάπη που µε είχε φέρει εκεί. Στην πραγµατικότητα, υπήρχαν τρεις αγάπες».
Εκείνος είναι ένας καταξιωµένος Σουηδός σκηνοθέτης. Εκείνη είναι η κόρη του, η µικρότερη από εννέα παιδιά.
Τον επισκέπτεται κάθε καλοκαίρι, από κοριτσάκι, στο αγαπηµένο του πέτρινο σπίτι στη Βαλτική.
Ο πατέρας της, ο Ίνγκµαρ Μπέργκµαν, τώρα που κοντεύει τα ενενήντα οραµατίζεται ένα βιβλίο για τα γεράµατα. Ανησυχεί πως χάνει τη γλώσσα του, τη µνήµη του, το µυαλό του. Είναι σκληρή δουλειά τα γεράµατα, λέει.
Και η κόρη του, η συγγραφέας του βιβλίου, αναλαµβάνει να το γράψει µαζί του. Εκείνη θα ρωτά, εκείνος θα απαντά. Όταν εκείνη θα φτάσει όµως στο νησί, τα γεράµατα τον έχουν προφτάσει µε τρόπους που κανείς από τους δυο δεν θα µπορούσε να έχει προβλέψει.
Επτά χρόνια αργότερα, εκείνη βρίσκει τις µαγνητοφωνηµένες συνοµιλίες.
Βυθισµένη στις αναµνήσεις, αναπλάθει την ιστορία ενός πατέρα, µιας µητέρας, ενός κοριτσιού - ενός παιδιού που ανυποµονεί να µεγαλώσει και δυο γονιών που θα προτιµούσαν να είναι παιδιά.
«Είπε ότι κάποια πράγματα χάνονταν. Είπε ότι οι λέξεις εξαφανίζονταν. Αν ήταν νεότερος θα είχε γράψει ένα βιβλίο για τη διαδικασία των γηρατειών. Αλλά τώρα που ήταν γέρος δεν είχε διάθεση να το κάνει. Δεν είχε πια την ενέργεια ενός νεότερου ανθρώπου. Αυτός ο συλλογισμός παρακίνησε έναν από μας, δεν θυμάμαι ποιον, να καταστρώσει την ιδέα να γράψουμε ένα βιβλίο μαζί. Εγώ θα έκανα ερωτήσεις, εκείνος θα απαντούσε, εγώ θα απομαγνητοφωνούσα τις συζητήσεις, και στο τέλος θα καθόμασταν μαζί και θα επιμελούμασταν το υλικό. Μόλις κυκλοφορούσε το βιβλίο, θα παίρναμε το τζιπ και θα πηγαίναμε περιοδεία για την παρουσίασή του».
Έτσι ξεκίνησε η περιπέτεια του βιβλίου «Ανησυχία» της βραβευμένης Λιν Ούλμαν (εκδόσεις Μεταίχμιο, μετάφραση Χίλντα Παπαδημητρίου), κόρης του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και της Λιβ Ούλμαν, της ηθοποιού που υπήρξε η μούσα του -έκαναν μαζί δέκα ταινίες.
Με μια σειρά από ερωτήσεις που του έθετε, προσπαθώντας να φτάσει στο βαθύτερο κομμάτι του δημιουργού και πατέρα της.
Σε όλη τη διάρκεια της άνοιξης του 2007, συναντιόνταν κάθε πρωί στο γραφείο του και συζητούσαν, ακούγοντας μερικούς από τους αγαπημένους του δίσκους. Ή μάλλον, εκείνη έθετε ερωτήσεις κι εκείνος απαντούσε σε όσες ήθελε, παρακάμπτοντας συχνά τα οδυνηρά θέματα.
Εντωμεταξύ, η υγεία και η μνήμη του Μπέργμαν κατέρρεαν ραγδαία και η Λιν Ούλμαν έμεινε μετά τον θάνατό του, στις 30 Ιουλίου 2007, με πέντε κασέτες στις οποίες είχε καταγράψει τις συνομιλίες, τα κενά, τους δισταγμούς του.
Ύστερα, οι κασέτες εξαφανίστηκαν για επτά χρόνια, παράπεσαν λόγω των απανωτών αλλαγών που επέφερε στη ζωή της ο θάνατος του πατέρα της.
Με άξονα τη μεταγραφή των συνομιλιών τους, η Λιν Ούλμαν έγραψε ένα λυρικό βιβλίο για τη δική της ζωή, τις αναμνήσεις της από το νησί Φόρε όπου επισκεπτόταν κάθε καλοκαίρι τον πατέρα της, και από τα πέρα δώθε μεταξύ του Παλαιού και του Νέου Κόσμου, ακολουθώντας τη μητέρα της στο Χόλιγουντ και το Μπρόντγουεϊ.
Εν μέρει αυτοβιογραφικό κι εν μέρει μυθοπλαστικό, συλλαμβάνει τη μαγεία αλλά και τις δυσκολίες που βίωσε ως καρπός ενός παθιασμένου έρωτα ανάμεσα σε δύο εξαιρετικά προικισμένους ανθρώπους.
«Έχω δει φωτογραφίες και έχω διαβάσει γράμματα και τους άκουσα να μιλούν για την εποχή που ήταν μαζί και έχω ακούσει άλλους ανθρώπους να μιλούν γι′ αυτήν, αλλά η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν μπορείς να μάθεις αρκετά για τη ζωή των άλλων ανθρώπων, πόσο μάλλον για τη ζωή των γονιών σου, και σίγουρα όχι όταν οι γονείς σου συνειδητά έχουν προσπαθήσει να μετατρέψουν τη ζωή τους σε ιστορίες, τις οποίες στη συνέχεια διηγούνται ασταμάτητα με μία έμφυτη ικανότητα να αδιαφορούν παντελώς για το τι είναι αλήθεια και τι δεν είναι...».
Εκτός των άλλων, η Λιν Ούλμαν αποκαλύπτει τη σκωπτική πλευρά του Μπέργκμαν, ο οποίος πρότεινε σαν τίτλο του βιβλίου που περιέγραφε την αργή πορεία του προς τον θάνατο το Σωριασμένος νεκρός στην κοιλάδα του Ελντοράντο.
Η συγγραφέας προτίμησε να το ονομάσει Ανησυχία, επειδή ο πατέρας της είχε εμμονή με τον Πεσόα και το δικό του Βιβλίο της Ανησυχίας, και συγκεκριμένα με τη φράση: «Είχα σηκωθεί νωρίς και καθυστερούσα να προετοιμαστώ για να υπάρξω».
Η Λιν Ούλμαν (Όσλο, 1966) μεγάλωσε μεταξύ Νέας Υόρκης και Όσλο. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.
Ήδη πριν κάνει το ντεμπούτο της ως συγγραφέας με το Πριν κοιμηθείς (Ωκεανίδα, 2000) -το μοναδικό βιβλίο της ως τώρα που είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά- ήταν γνωστή στην πατρίδα της ως κριτικός λογοτεχνίας.
Έχει λάβει τα βραβεία Gold Pen (2007), Amalie Skram (2007) καθώς και το νορβηγικό βραβείο αναγνωστών το 2002. Το 2017 της απονεμήθηκε το βραβείο Dobloug για το σύνολο του έργου της, το οποίο έχει μεταφραστεί σε τριάντα γλώσσες. Ζει στο Όσλο με τον σύζυγό της, τον επίσης συγγραφέα Niels Fredrik Dahl, και τα δύο τους παιδιά.