«Στὰ σκοτεινὰ βαδίζουμε, στὰ σκοτεινὰ προχωροῦμε,
οἱ ἥρωες βαδίζουν στὰ σκοτεινά».
Γιώργος Σεφέρης
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, ο οποίος αποτελούσε την έσχατη ελληνική επιλογή, και μετά την αναρχία που ακολούθησε, η διέξοδος θα αποζητάται πλέον στην έλευση ξένου μονάρχη ώστε να παύσουν οι εμφύλιες διαμάχες. Αρχικώς, ήδη από το 1828, θα επιλεγεί ο Λεοπόλδος της Σαξονίας, ο οποίος τελικώς δεν απεδέχθη, αφού ζητούσε μια μεγαλύτερη Ελλάδα, και θα προτιμήσει τον θρόνο του Βελγίου· έτσι οι προστάτιδες δυνάμεις θα καταλήξουν στη βαυαρική Αυλή και τον Όθωνα.
Ξεκινήσαμε την Επανάστασή μας με το διάγγελμα του Αλέξανδρου Υψηλάντη, «Μάχου ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος», στη Μολδοβλαχία, και, μετά δέκα χρόνια «θυσιῶν ἀκαταλογίστων», κλείσαμε την πρώτη οδυνηρή φάση της με την αναγνώριση ενός λιλιπούτειου ελλαδικού κράτους, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, τον Σεπτέμβριο του 1831 – και μάλιστα με την τελετουργική σφαγή του Κυβερνήτη στα θεμέλιά του.
Άραγε λοιπόν αυτός ο αγώνας πήγε χαμένος και «προδόθηκε» ή ίσως δεν έπρεπε καν να είχε αρχίσει; Γιατί δεν μπορέσαμε να ολοκληρώσουμε τους στόχους μας;
Συνοψίζει και πάλι απαράμιλλα ο Κολοκοτρώνης:
Εἰς τὸν πρῶτο χρόνο τῆς Ἐπαναστάσεως εἴχαμε μεγάλη ὁμόνοια καὶ ὅλοι ἐτρέχαμε σύμφωνοι… καὶ ἐὰν αὐτὴ ἡ ὁμόνοια ἐβαστοῦσε ἀκόμη δυὸ χρόνους, ἠθέλαμε κυριεύσει καὶ τὴν Θεσσαλία καὶ τὴν Μακεδονία, καὶ ἴσως ἐφθάναμε καὶ ἕως τὴν Κωνσταντινούπολη... Ἀλλὰ δὲν ἐβάσταξεν. Ἦλθαν μερικοὶ καὶ ἠθέλησαν νὰ γένουν μπαρμπέρηδες εἰς τοῦ κασίδη τὸ κεφάλι. Μᾶς πονοῦσε τὸ μπαρμπέρισμά τους. Μὰ τί νὰ κάμωμε; Εἴχαμε καὶ αὐτουνῶν τὴν ἀνάγκη. Ἀπὸ τότε ἤρχισεν ἡ διχόνοια, καὶ ἐχάθη ἡ πρώτη προθυμία καὶ ὁμόνοια…. Καὶ τοῦτο ἐγίνετο, ἐπειδὴ δὲν εἴχαμε ἕναν ἀρχηγὸ καὶ μία κεφαλή… Ἴσως ὅλοι ἠθέλαμε τὸ καλό, πλὴν καθένας κατὰ τὴν γνώμη του… Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ εἴμεθα εἰς τέτοια κατάστασιν, ἐξ αἰτίας τῆς διχονοίας, κοντέψαμε να χαθοῦμε, καὶ εἰς τοὺς στερνοὺς ἑπτὰ χρόνους δὲν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.
Οι Έλληνες δεν νικήθηκαν στα πεδία των μαχών, όπου ήταν όντως ανίκητοι. Και δεν έφθασαν«εἰς τὴν Θεσσαλία καὶ τὴν Μακεδονία, καὶ ἴσως ἕως τὴν Κωνσταντινούπολη» διότι δεν είχαν «ἕναν ἀρχηγὸ καὶ μία κεφαλή»…, αντίθετα, «ἐξ αἰτίας τῆς διχονοίας, κοντέψαν νὰ χαθοῦν».
Και παρότι ευθύνονται πρωταρχικά όσοι «ἠθέλησαν νὰ γένουν μπαρμπέρηδες εἰς τοῦ κασίδη τὸ κεφάλι», εν τούτοις, όσο και αν «πονοῦσε τὸ μπαρμπέρισμά τους», οι Έλληνες «εἴχαν καὶ αὐτουνῶν τὴν ἀνάγκη».
Ο Κολοκοτρώνης, σε μία φράση μόνο, έχει συλλάβει όλο το «μυστικό» της Επανάστασης αλλά ίσως και του ελληνισμού συνολικότερα. Παρότι οι «μπαρμπέρηδες», Μαυροκορδάτοι, Ζαΐμηδες, Κωλέττηδες, υπήρξαν οι υποκινητές του διχασμού, εν τούτοις, η επανάσταση τους είχε ανάγκη, διότι χρειαζόταν και πολιτικούς· και ο Κολοκοτρώνης ή ο Ανδρούτσος, από την προϊστορία και τη συγκρότησή τους, δεν μπορούσαν να αναλάβουν και αυτό το καθήκον.
Άλλωστε, αργότερα, ο Γέρος θα μετανιώσει πικρά για την απόπειρά του να μεταβληθεί ο ίδιος σε «μπαρμπέρη»-πολιτικό· διηγούνταν μάλιστα τον ακόλουθο μύθο: «Ἕνας λύκος ἅρπαξε ἕνα ἀρνὶ καὶ πῆγε παραπέρα νὰ τὸ φάει. –Κὺρ λύκο, θὰ μὲ φᾶς. Γι᾿ αὐτὸ κάνε μου αὐτὴ τὴ χάρη: τραγούδα μου λιγάκι, γιατὶ ἔχεις πολὺ γλυκιὰ φωνὴ... Ἄφησε τὸ ἀρνὶ ὁ λύκος κι ἄρχισε νὰ οὐρλιάζει. Τὸν ἄκουσαν τότε τὰ σκυλιὰ καὶ τὸν πῆραν στὸ κυνηγητό…ὁ λύκος στάθηκε ψηλὰ στὴ ράχη καὶ εἶπε: –Τί ἤθελα ἐγὼ νὰ κάμω τὸν τραγουδιστή; Καλὰ νὰ πάθω!»
Συνεπώς, ο βαθύτατος διχασμός που ανακύπτει διαρκώς αποτελεί συνέπεια του διάσπαρτου και διχασμένου χαρακτήρα του ίδιου του ελληνισμού, των οθωμανικών στρεβλώσεων και της δομικής εξάρτησής του από τη Δύση, οικονομικά και πολιτιστικά, εξ ου και η μερική και μόνο επιτυχία του εγχειρήματος της παλιγγενεσίας.
Και αυτό παρατηρείται σε όλη την ιστορική περίοδο της μακράς ελληνικής Επανάστασης, μέχρι το 1922, καθώς η στρατηγική της Μεγάλης Ιδέας, δηλαδή της συγκέντρωσης των Ελλήνων σε ένα ενιαίο κρατικό σύνολο, του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου και του Ελευθέριου Βενιζέλου, θα αντιπαρατίθεται με τον μικροελλαδικό τοπικισμό του Βούλγαρη ή του Γούναρη και την τουρκο-βυζαντινή αυταπάτη του Ίωνα Δραγούμη· έτσι, παρά το πραγματικό επίτευγμα της απελευθέρωσης μεγάλου μέρους του έθνους, αυτή δεν θα ολοκληρωθεί.
«Δὲν εἴχαμε ἕναν ἀρχηγὸ καὶ μία κεφαλή», ακριβώς διότι η βαθύτατη διάσπαση στο εσωτερικό του ελληνικού κόσμου, κατ’ εξοχήν μεταξύ ελίτ και λαϊκού σώματος,λόγιας και λαϊκής παράδοσης, δεν είχε αναδείξει αυτή την περιβόητη «κεφαλή»!
Συχνά αποδίδουμε την αδυναμία ολοκλήρωσης της Επανάστασης σχεδόν αποκλειστικά στους ξένους, στις μεγάλες δυνάμεις, ιδιαίτερα στην Αγγλία, την «δολία Αλβιώνα». Και όντως, η συγκρότηση ενός ισχυρού ελληνικού πόλου στον χώρο του παλαιού Βυζαντίου συναντούσε την εχθρότητα των μεγάλων δυνάμεων. Είναι γνωστός ο φόβος των Εγγλέζων για τη δημιουργία ενός ισχυρού ναυτικού και εμπορικού κράτους στην ανατολική Μεσόγειο, όπως και των Αυστριακών που φοβούνταν την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας τους. Εν τούτοις, συχνά παραθεωρούμε το γεγονός ότι και η ομόδοξη Ρωσία δεν επιθυμούσε την αυτονόμηση των Ελλήνων και του πατριαρχείου από την οθωμανική Αυτοκρατορία.
Οι τσάροι ήθελαν τους Έλληνες ως προστατευόμενούς τους στο εσωτερικό της τουρκικής επικράτειας, και όχι ως ισχυρό αυτόνομο παράγοντα. Οι τσάροι ήθελαν την Κωνσταντινούπολη για δικό τους λογαριασμό και όχι ως ελληνική πρωτεύουσα που θα αναβίωνε κάποια μορφή «Βυζαντίου», πολιτειακά και εκκλησιαστικά. Άλλωστε, μια εθνική και, κατά τεκμήριο, δημοκρατική επανάσταση θα συνιστούσε θρυαλλίδα ανησυχητικών εξελίξεων για την πολυεθνική «φυλακή των λαών», τη ρωσική Αυτοκρατορία. Γι’ αυτό και εν τέλει οι Ρώσοι θα παρέμβουν υπέρ της Επανάστασης μόνον όταν αυτή έπνεε κυριολεκτικώς τα λοίσθια, το 1827-28, όταν κινδύνευαν να επικρατήσουν οριστικά οι Εγγλέζοι· θα υποστηρίζουν δε επίμονα τη δημιουργία ενός ελληνικού κράτους φόρου υποτελούς στον Σουλτάνο και όχι ανεξάρτητου.
Εν τούτοις, ο Γέρος του Μοριά, στην ερμηνεία των αδυναμιών της Επανάστασης,επιμένει πρωτογενώς στις εσωτερικές διαστάσεις τους, στη διχόνοια και την έλλειψη ενιαίας ηγεσίας. Άλλωστε, η παρέμβαση των ξένων, και ιδιαίτερα των Άγγλων, γινόταν τόσο πιο συστηματική και επίμονη όσο η Επανάσταση αποδυναμωνόταν στο εσωτερικό πεδίο, και κατέστη κυρίαρχη μετά τον Ιμπραήμ και τη δολοφονία του Καποδίστρια.
Η εσωτερική αποδυνάμωση ενίσχυε την εξωτερική εξάρτηση.Οι δυνάμεις που ήταν πρωτογενώς υπεύθυνες για τους εμφυλίους, οι κοτζαμπάσηδες και οι Φαναριώτες αρχικώς, εισήγαγαν την Αγγλία στο εσωτερικό πολιτικό παίγνιο προκειμένου να επικρατήσουν έναντι των οπλαρχηγών και της Φιλικής. Δημιουργούνταν έτσι μια αλληλουχία αιτίου-αιτιατού που μας βύθιζε όλο και βαθύτερα στην εξάρτηση.
Πάντως, η αδυναμία επέκτασης της Επανάστασης πέρα από τη Στερεά Ελλάδα υπήρξε συνέπεια τόσο της τραγικής εκστρατείας του Πέτα όσο και της συστηματικής παρεμπόδισης του Κολοκοτρώνη να απελευθερώσει την Πάτρα, που θα επέτρεπε στην Επανάσταση να αποσπαστεί από την Πελοπόννησο. Γι’ αυτό ακριβώς και οι Έλληνες δεν μπόρεσαν να κυριεύσουν «τὴν Θεσσαλία καὶ τὴν Μακεδονία, καὶ ἴσως ἐφθάναν καὶ ἕως τὴν Κωνσταντινούπολη».
Παράλληλα, ο περιορισμός της Επανάστασης στον νότο και οι ήττες της θα συρρικνώσουν δραματικά τον ενθουσιασμό και τις οικονομικές συνεισφορές του παροικιακού ελληνισμού που είχαν χρηματοδοτήσει τη Φιλική Εταιρεία αλλά και των φιλελλήνων αργότερα. Συνεπώς, θα κάνουν αναπόφευκτη την προσφυγή σε εξωτερικό δανεισμό με επονείδιστους όρους, στη «δήλωση υποτέλειας», στην αγωνιώδη αναζήτηση ξένου μονάρχη κ.ο.κ. Άλλωστε, εάν η Επανάσταση επεκτεινόταν, πολύ διαφορετική θα ήταν και η στάση των μεγάλων δυνάμεων.
Και επειδή, όπως αναγνωρίζει ο Κολοκοτρώνης, οι επαναστατικές δυνάμεις είχαν ανάγκη και από «μπαρμπέρηδες», μόνο μια αναγνωρισμένη επαναστατική ηγεσία, που θα συγκέντρωνε την πολιτική, τη στρατιωτική και τη διπλωματική ισχύ, θα μπορούσε να ενώσει τα διεστώτα μέλη του ελληνισμού.
Την ίδια περίπου εποχή, ο Σιμόν Μπολίβαρ, ο El Libertador, είχε αρχίσει τη θριαμβευτική πορεία της απελευθέρωσης του μεγαλύτερου μέρους της Λατινικής Αμερικής: το 1813 ηγήθηκε των επαναστατικών στρατευμάτων που εισήλθαν στη Βενεζουέλα με την Campaña Admirable, τη Θαυμαστή Εκστρατεία, που στην ουσία θα λάβει τέλος δώδεκα χρόνια μετά, με τις νίκες του στο Περού και τη Βολιβία. Αρχηγός, αρχιστράτηγος, πρόεδρος. Άλλωστε, το 1804, σε ηλικία 21 χρονών, είχε παρευρεθεί στη στέψη του Ναπολέοντα ως Αυτοκράτορα, στο Παρίσι.
Το ελληνικό δράμα δεν μπορεί λοιπόν να ιδωθεί ως ένα τυχαίο αποτέλεσμα συγκυριών και συμπτώσεων, ούτε να αποδοθεί μόνον στην υπαρκτή άμεση παρέμβαση των ξενών δυνάμεων· αντίθετα, αποτυπώνει με ενάργεια τις δομικές ανισορροπίες ενός εθνικού οργανισμού τις οποίες αναλύσαμε εκτενώς στο προηγούμενο κεφάλαιο. Ο δε καθοριστικός ρόλος των ευρωπαϊκών δυνάμεωνθα πρέπει να αναζητηθεί μάλλον στον ρόλο που έπαιξαν στη διαμόρφωση– οικονομική, παιδευτική και πολιτική– των ηγετιδών τάξεων του ελληνισμού· έτσι αυτές υπερκαθορίζουν τις εξελίξεις ακόμα και όταν εμφανίζονται αμέτοχες ή και απέχουν από κάποια άμεση επέμβαση.
Αυτές ακριβώς οι δομικές αδυναμίες και η εξάρτηση την οποία αναπαράγουν θα σφραγίσουν, κληρονομούμενες, την πορεία του ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα. Και όμως, παρόλες αυτές τις αδυναμίες, θα πραγματοποιηθεί το θαύμα της παλιγγενεσίας, διότι όλοι οι Έλληνες, ακόμα και οι πιο μηχανορράφοι, θα χύσουν το αίμα τους και θα υποβληθούν σε τεράστιες θυσίες γι’ αυτήν.