Θαλάσσια βλέννα και ρύπανση: Μια νέα ακραία απειλή για το περιβάλλον και την ζωή
Η παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων βλέννας (θαλάσσια βλεννώδης μάζα -ΘΒΜ) που επιπλέει στην επιφάνεια της θάλασσας σαν αφρός ή επικαλύπτει βυθιζόμενη (σε κάποια στάδια αποσύνθεσης) τον βυθό και τους εδραίους θαλάσσιους οργανισμούς είναι μια σοβαρή, κραυγαλέα ένδειξη περιβαλλοντικής ρύπανσης και ανεπανόρθωτης διαταραχής της χημικής σύστασης των νερών που επιφέρει πρωτοφανείς μεταβολές σε όλη την βιοποικιλότητα και τον θάνατο των πιο σπάνιων και ευαίσθητων θαλάσσιων ειδών της περιοχής εξάπλωσης της. Δεν συνδέεται άμεσα με την θεωρία της κλιματικής αλλαγής αλλά παράγει τεράστιες ποσότητες CO2, υδρόθειου, μεθανίου κλπ στη φθίνουσα φάση της.
Το ακραίο αυτό βιολογικό φαινόμενο επιφέρει μια σειρά από ανεπιθύμητες επιπτώσεις:
1. Απότομη αριθμητική αύξηση ορισμένων ειδών όπως τα τοξικά ή ανεπιθύμητα φυτοπλαγκτονικά είδη πολλά εκ των οποίων παράγουν βλέννα, θανατηφόρες τοξίνες ή ανεπιθύμητες ουσίες
2.Οικολογική καταστροφή και καταστροφή του τοπίου
3.Οικονομική ζημιά.
Η θαλάσσια βλεννώδης μάζα λοιπόν όπως αυτή που εμφανίστηκε στη θάλασσα του Μαρμαρά και απειλεί τώρα τις Ελληνικές θάλασσεςδεν είναι φυσικό φαινόμενο ούτε φαινόμενο που αναμένεται στην ολιγοτροφική Ανατολική Μεσόγειο. Είναι μια επιθανάτια κραυγή της θάλασσας που δηλητηριάζεται από τόνους επικίνδυνων ρύπων που ρέουν σε αυτήν από τα απόβλητα, την υδατοκαλλιέργεια, τα λύματα και τις αποπλύσεις των εδαφών.
Το φαινόμενο της θαλάσσιας βλέννας (ΒΘΜ) προκαλείται αφενός από τον ευτροφισμό και μεταβάλλει αφετέρου δραματικά την ποιότητα του θαλασσινού νερού για μεγάλο διάστημα εμπλουτίζοντας με ουσίες ποικίλης βιολογικής δράσης.
Εξελίσσεται μειώνοντας κατά την αποικοδομητική, φθίνουσα φάση του, το διαλελυμμένο οξυγόνο με αποτέλεσμα την κατανάλωση όλου του διαθέσιμου στο νερό οξυγόνου (ανοξία) και την παράλληλη συσσώρευση τοξικών ουσιών στην θάλασσα.
Διαδικασία που οδηγεί σε θάνατο τους βενθικούς εδραίους οργανισμούς λόγω ασφυξίας, μετατρέποντας ένα μαγικό ακρογυάλι σε χώρο γεμάτο αφόρητη δυσοσμία, χιλιάδες νεκρούς οργανισμούς (ψάρια, κοχύλια, σφουγγάρια κα) αφρούς και θολά νερά.
Το πλήγμα στην ζωή των κατοίκων και τουριστών στην παράκτια ζώνη και την αλιεία είναι μεγάλο, και ανεπανόρθωτο. Αφού οι τόνοι οργανικών ουσιών που μεταφέρει αυτή η βλέννα δεν θα εξατμιστούν ούτε θα τις πάρει ο άνεμος αλλά μετά από διάφορες μεταβολές θα παραμείνουν στην περιοχή και θα σωρευτούν, έστω και αν μακροσκοπικά δεν θα γίνονται τόσο εύκολα αντιληπτές.
Το φαινόμενο αυτό σε μικρότερη βεβαίως κλίμακα παρατηρείται στην Ελλάδα από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 στον Αργολικό, Σαρωνικό, τον κόλπο Αργοστολίου και άλλους κόλπους με ιχθυοκλωβούς, μαρίνες και άλλες «εκσυγχρονιστικές» και επιδοτούμενες δράσεις.
Μια ανορθόδοξη κερδοσκοπική ανάπτυξη που έγινε κυρίαρχη και έκτοτε ενισχύεται και προωθείται με αντιεπιστημονικό τρόπο όπως αποκαλύπτει η χωροθέτηση Περιοχής Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών (Π.Ο.Α.Υ.) στον Κόλπο του Αργοστολίου, και στους περισσότερους κλειστούς κόλπους στη χώρα και η ακύρωση του προστατευτικού πλαισίου των ακτών στο όνομα …της ευημερίας κάποιων επωνύμων.
Η φύση είναι μια γενναιόδωρη πηγή ομορφιάς, πλούτου και γαλήνης αλλά έχει κανόνες που συχνά παραβιάζει η ανθρώπινη ανοησία με ανεπανόρθωτες συνέπειες για τους πολλούς και τα οικοσυστήματα.
Σαν βιολογικό φαινόμενο η θαλάσσια βλεννώδης μάζα, συνδέεται με την ρύπανση των νερών και την εκρηκτική ανάπτυξη κάποιων αλγών/φυτοπλαγκτονικών ειδών (ΕΑΦ) που κατατάσσονται κυρίως στα διάτομα, γαλαζοπράσινα φύκια (blue green algae) και prymnesiophyceae (Riebessell, 1991; Innamorati, 1995; Lancelot, 1995).
Ο ρόλος της βλέννας στο θαλάσσιο περιβάλλον έχει τεράστια οικολογική σημασία λόγω του γεγονότος ότι αποτελεί σημαντική δεξαμενή οργανικού άνθρακα (Leppard, 1995), υποβαθμίζει το θαλάσσιο οικοσύστημα (ανοξικά γεγονότα, θνησιμότητα, επιπτώσεις στην ανάπτυξη, συμπεριφορά και την διατροφή των θαλάσσιων ειδών) λόγω της υφής και της ειδικής χημικής σύνθεσής της (Stachowitsch et al., 1990; Degobbis et al., 1995; Liu and Buskey, 2000).
Μια σοβαρήεπιστημονική ανησυχία για τη χημική σύνθεση της βλέννας έχει αναφερθεί από πολλούς (Leppard,1995, Metaxatos et al., 2001 κα). Η σύνθεση του φυτοπλαγκτού είναι ένας σημαντικός παράγοντας στη δημιουργία της βλέννας τόσο από ποσοτική όσο και από ποιοτική άποψη (Mingazzini & Thake, 1995).
Ωστόσο, στο φυσικό περιβάλλον, είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς ποιο άλγος παράγει τη βλέννα και ποιο παγιδεύεται σε αυτήν. Η φύση και οι ιδιότητες του πολυσακχαρίτη είναι οι δύο κύριοι παράγοντες που θα επηρεάσουν την μήτρα-δομή της βλέννας και τις ιδιότητες της στη φάση σχηματισμού και αποσύνθεσης.
Στην μελέτη παρόμοιων φαινομένων βρέθηκαν ότι τα κυρίαρχα συστατικά της βλέννας ήταν πολυσακχαρίτες (Lancelot, 1984; Myklestad et al., 1989) που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της βιομάζας της βλέννας, μαζί με πρωτεΐνες, νουκλεϊκά οξέα, λιπίδια και μικρά μη αναγνωρισμένα μόρια (Fogg, 1983). Η αναλογία των συστατικών της μεταβάλλεται συνεχώς ανάλογα με τη φάση (δημιουργίας ή αποσύνθεσης) της.
Συνεπώς ήδη από το 1983 η επιστημονική γνώση και ανησυχία υπήρχε και το φαινόμενο αυτό είχε επισημανθεί σαν μέγιστη προτεραιότητα με αυξανόμενη σημασία για την θαλάσσια οικολογία (Leppard,1995). Τόσο η ΕΕ όσο και οι Έλληνες πολιτικοί ήταν σε θέση να γνωρίζουν.
Σε μελέτη που έγινε τον Σεπτέμβριο του 1999, στον Β. Ευβοϊκό κόλπο σε δείγματα βλέννης διαπιστώθηκε ότι υπήρχε σε εξέλιξη ένα φαινόμενο ΕΑΦ με blue-green άλγη, διάτομα, πρυμνισιόφυτα και δεινομαστιγωτά που επέπλεαν πάνω στη παχιά στρώση βλέννας (Metaxatos et al.,2001). Ορισμένα είδη όπως τα Microcystis aeruginosa, Lingbya agardii, Chroococcus gelatinosus, Synechocystis sallensis και Trichodesmium erythraeum ήταν σε εκρηκτικές συγκεντρώσεις ενώ πολλά άλλα ήταν ξένα είδη που πρώτη φορά εμφανίζονταν στην Ελλάδα και κάποια εξ αυτών ήταν δυνητικά τοξικά όπως πχ τα Nitschia και Phaeocystis. Μαζί με τα άλγη εντοπίστηκαν εγκλωβισμένα στη βλέννα και ετερότροφα βακτήρια σε τεράστιες συγκεντρώσεις στο θαλασσινό νερό.
Καμιά απαγόρευση της αλιείας ή της κολύμβησης δεν είχε εκδοθεί γι αυτό ή τόσα άλλα παρόμοια φαινόμενα που εκδηλώνονται σε όλη τη χώρα κάθε χρόνο με αυξανόμενη συχνότητα και εξάπλωση αν και περιορισμένης έντασης και έκτασης συγκρινόμενα με την τεράστια οικολογική καταστροφή του Μαρμαρά.
Στις άλλοτε διάφανες Ελληνικές θάλασσες που λόγω της φύσης τους ήταν ολιγοτροφικές η αντιεπιστημονική, τυφλά κερδοσκοπική και καιροσκοπική πολιτική έχει καταφέρει με την ιχθυοκαλλιέργεια, τα σκάφη αναψυχής και την οικοδόμηση των ακτών χωρίς έλεγχο και κανόνες την πλήρη οικολογική άρα και οικονομική υποβάθμιση τους.
Διαχρονικά έχουν μετατραπεί οι ακτές μας από πηγή πλούτου και ομορφιάς σε ευτροφικές οικολογικά υποβαθμισμένες περιοχές που παράγουν δυσοσμία και τοξίνες.
Ορισμένα είδη που πλέον εντοπίζονται στην Ελληνική θάλασσα είναι τοξικά είδη που μπορεί να προκαλέσουν μαζικούς θανάτους στα θαλάσσια είδη αλλά και στον άνθρωπο εάν καταναλώσει μολυσμένα ψάρια ή ασπόνδυλα.
Μερικά τοξικά είδη των Ελληνικών θαλασσών. Κατά καιρούς έχουν αναφερθεί στην Ελληνική θάλασσα ιδιαίτερα επικίνδυνα γένη ή είδη αλγών όπως τα κατωτέρω.
Το διάτομο Pseudonitzschia seriata, παράγει την ισχυρή τοξίνη το δομοϊκό όξυ που προκαλεί αμνησία και νέκρωση νευρικών ιστών, amnesic shellfish poisoning (ASP).
Το δεινομαστιγωτό Dinophysis sacculus, παράγει την τοξίνη okadaic acid που προκαλεί το διαρροϊκό σύνδρομο (DSP).
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 τα ηπατοτοξικά γένη Microcystis, Oscillatoria, Anabaenopsis, και Anabaena έχουν απομονωθεί από Ελληνικές θάλασσες.
Το Gymnodinium breve και το Dinophysis acuminata είναι τοξικά είδη επίσης τα οποία αποδεδειγμένα προκάλεσαν μαζικούς θανάτους ιχθύων στην Ελλάδα και ο κατάλογος συνεχώς μεγαλώνει επικίνδυνα.
Η εμφάνιση θαλάσσιας βλεννώδης μάζας σε τοπική κλίμακα είναι ένα περιοδικό πλέον φαινόμενο στις ακτές και τους κόλπους της χώρας μας ιδίως όπου υπάρχουν ιχθυοκλωβοί και απόβλητα.
Η ένταση και η έκταση της οικολογικής καταστροφής του τωρινού εισαγόμενου, από την Τουρκία, φαινομένου είναι ποιοτικά και ποσοτικά πολύ πιο τραγική και μάλλον αποτελεί μόνον την αρχή τέτοιας κλίμακας περιστατικών. Αυτό άλλωστε δείχνει και η αδικαιολόγητη υποβάθμιση της καταστροφής από τις αρχές.
Το φαινόμενο αυτό από μόνο του δείχνει ότι η Τουρκία δεν συμμορφώνεται στο ελάχιστο με τις διεθνείς υποχρεώσεις της για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και η ανεύθυνη αυτή στάση έχει σοβαρές επιπτώσεις και σε άλλα κράτη όπως η Ελλάδα που θα πρέπει να αντιδράσει με την ανάλογη σοβαρότητα.
Πρέπει άμεσα να αναληφθεί μια υπεύθυνη πολιτική και νομοθετική πρωτοβουλία για την προστασία των ανθρώπων και της θαλάσσιας ζωής από την ρύπανση, την εισαγόμενη θαλάσσια βλεννώδη μάζα και κάθε παρόμοιο περιστατικό βλέννας ή ΕΑΦ. Η κείμενη νομοθεσία και πολιτική δεν συμβάλλουν στο ελάχιστο σε μια πραγματικά βιώσιμη ανάπτυξη και την προστασία των ακτών.
Η αποκρουστική εικόνα των ακτών με την βλέννα, τους αφρούς ή την αλλαγή χρώματος του νερού πλήττει άμεσα τον τουρισμό και την αξία των παράκτιων περιουσιών και το πλεονέκτημα της χώρας μετατρέπεται σε τεράστιο και δυσεπίλυτο χρόνιο πρόβλημα.
Η υποτίμηση του φαινομένου από τους αρμόδιους φορείς είναι ανεπίτρεπτη και δεν πρέπει να αποδεχθούμε την καταστροφή της θάλασσας σαν μια νέα κανονικότητα.