Θυμάμαι τον πατέρα μου στις βόλτες που κάναμε σαν ήμουνα παιδί να προσπαθεί να μου διδάξει διάφορα για τη ζωή. Μια φορά μου έδειξε έναν κομμένο κορμό και μου εξηγούσε πως μπορούσα να καταλάβω την ηλικία του, πριν αυτό κοπεί, απλά μετρώντας τους δακτύλιους στην επιφάνεια του κορμού. Είχα εντυπωσιαστεί τόσο που προσπαθούσα να εφαρμόσω την ίδια μέθοδο και στους ανθρώπους. Επιχειρούσα να μαντέψω την ηλικία τους από τις ρυτίδες που είχε σχηματίσει ο χρόνος στο πρόσωπό τους.
Αυτό όμως είχε σαν αποτέλεσμα να τους κοιτώ στα ματιά και σιγά σιγά αναπτυσσόταν μαζί τους μια σχέση, με ιστορίες και αφηγήσεις και ο χρόνος καμπυλωνόταν και τα χρόνια περνούσαν, μα η επιθυμία μου να επικοινωνώ με τους ηλικιωμένους αυξανόταν. «Εάν δεν έχεις γέρο, πάρε έναν» έλεγαν οι παλιοί.
Κάποια στιγμή ο πατέρας μου απέκτησε και αυτός ρυτίδες. Δεν χρειαζόταν να μαντέψω την ηλικία του, την γνώριζα ή έτσι τουλάχιστον νόμιζα.
Σε μια αφήγησή του, λίγο πριν φύγει από τη ζωή, μου αφηγήθηκε μια ιστορία απ΄όταν ήταν παιδί στην κατοχή. Μου περιέγραφε πως ξέφυγε από κάποιους Γερμανούς στρατιώτες και όση ώρα μιλούσε το βλέμμα του είχε αλλάξει. Πέταγε σπίθες, ήταν παιδικό, είχε γυρίσει πίσω στο χρόνο κυριολεκτικά. «Σαν να ήταν χθες» μου είπε στο τέλος ενώ εγώ είχα στρέψει την πλάτη μου για να μη δει τη φόρτισή μου.
Παρόμοια ψυχολογική ένταση ένιωσα όταν κοιτούσα τη γιαγιά μου πίσω από το τζάμι του παράθυρού της στο σπίτι στο χωριό. Τα γαλάζια μάτια της, αυτά που είχαν δει τόσα, κοιτούσαν απλανώς το ταβάνι.
Την ίδια συναισθηματική φόρτιση ένιωσα από τα πρώτα λεπτά του ντοκιμαντέρ «Μέσα από το τζάμι, τρεις πράξεις» του σκηνοθέτη Χρήστου Μπάρμπα, ένα από τα τρία που συμμετέχουν στο διεθνή διαγωνισμό του 23ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Τον Μάιο του 2020 στο πρώτο κύμα της πανδημίας ο Δημήτρης Καμπανάρος, ο ιδιοκτήτης της Μονάδας Φροντίδας Ηλικιωμένων «Νέα Θάλπη» στον Άγιο Στέφανο, αποφάσισε από κοινού με τους εργαζόμενους και τους ηλικιωμένους φιλοξενούμενους να μπουν σε καραντίνα για δυο μήνες προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν τις πιθανότητες μόλυνσης από τον κορωνοϊό. Επρόκειτο για μια μοναδική στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, ενδεχομένως και σε παγκόσμιο επίπεδο, πράξη.
Ο Χρήστος Μπάρμπας και ο διευθυντής φωτογραφίας Μιχάλης Γερανιός αποφάσισαν να συμμετέχουν σε αυτό τον εγκλεισμό και για τρεις εβδομάδες κατέγραφαν τη ζωή μέσα στο γηροκομείο.
Σε αυτό το διάστημα με ευαισθησία, σεβασμό, τρυφερότητα, χιούμορ, εξερεύνησαν όχι μια πραγματικότητα, αλλά το βάθος αυτής. Άλλοτε με παιγνιώδη τρόπο, κάποιες φορές βουβά, αφού τα βλέμματα, οι σιωπές ή οι ιστορίες των πρωταγωνιστών αρκούσαν για το ταξίδι. Ένα ταξίδι στα βάθη της νύχτας της ζωής, που όμως μπορεί να φωτίζεται από το άπλετο φως του νοήματος της ύπαρξης ακόμη και όταν αυτή φαίνεται πως έχει χαθεί για πάντα ή βρίσκεται στη δύση της.
Ο Χρήστος Μπάρμπας «χάιδεψε» αυτά τα γερασμένα πρόσωπα, σχεδόν τα φίλησε σαν εικόνες, σε πείσμα των καιρών όπου αποθεώνεται ναρκισσιστικά, εγωτικά, σχεδόν νευρωτικά η νεότητα.
Ανέδειξε την ομορφιά, όχι μιας αλλόκοτης ετερότητας, όπως επιχειρείται πολλές φορές να επιβληθεί, αλλά αυτού που όλοι μας είμαστε και η πανδημία μας υποχρέωσε να ξαναδούμε. Την φθαρτότητά μας. Ανέδειξε την αγάπη, την αλληλεγγύη, το παιχνίδι.
Και εάν ο ο Δημήτρης Καμπανάρος, δεν άντεξε και λύγισε από το βάρος και την από πολλού ξεχασμένη στον τόπο μας ευθιξία και έδωσε τέλος στη ζωή του στα 41 του χρόνια, αυτό δεν κάνει την ταινία μια μελέτη θανάτου αλλά αντίθετα έναν ύμνο προς τη ζωή.
Οι ερωτήσεις που ακολουθούν είναι μια απόπειρα για έναν περίπατο στην ποιητική σκέψη του κ. Χρήστου Μπάρμπα.
Κύριε Μπάρμπα πώς αποφασίζει να κλειστεί κάποιος με ηλικιωμένους σ΄ένα γηροκομείο;
Για την δημιουργία ενός ντοκιμαντέρ, αποφασίζουν συχνά οι συγκυρίες και η τύχη. Την Άνοιξη του 2020, έμαθα για τον εγκλεισμό που λάμβανε χώρα σε ένα γηροκομείο στα βόρεια προάστια της Αθήνας, την ”Νέα θάλπη” στον Άγιο Στέφανο. Εκεί ο διευθυντής της μονάδας Δημήτρης Καμπανάρος, ένας νέος άνθρωπος με πρωτοπόρες ιδέες στη γεροντολογία, βραβευμένος για τις διδακτορικές του εργασίες του στη Γερμανία, αποφάσισε να σφραγίσει την μονάδα του γιατί ήθελε να προστατεύσει ηλικιωμένους και το προσωπικό του.
Αυτό που γινόταν στον κόσμο, και μάλιστα σε ανεπτυγμένες χώρες όπως ο Καναδάς, η Ιταλία και η Γαλλία δεν άφηνε πολλά περιθώρια. Τα πρώτα θύματα από τον νέο κορωνιό αλλά και τα περισσότερα, ήταν ηλικιωμένοι που ζούσαν σε γηροκομεία. Ο Δημήτρης θεώρησε ότι ήταν ζήτημα χρόνου να έχουμε τα ίδια φαινόμενα και στην Ελλάδα και ήθελε να προλάβει κάτι τέτοιο.
Βρεθήκαμε με τον Δημήτρη να έχουμε κοινό φίλο τον Άγγελο Χανιώτη, καθηγητή στη Σχολή Ιστορικών Μελετών του Ινστιτούτου Προηγμένων Μελετών στο Πρίνστον.
Συζητήσαμε οι τρεις μας την προοπτική δημιουργίας του ντοκιμαντέρ. Αποφάσισα να κλειστώ και εγώ στη μονάδα και να καταγράψω τη ζωή εκεί και το ιδιότυπο αυτό lockdown μέσα στο γενικό lockdown της χώρας.
Μαζί μου ήρθε και ο διευθυντής φωτογραφίας Μιχάλης Γερανιός. Οι δυο μας αποτελούσαμε το κινηματογραφικό συνεργείο.
Ο Δημήτρης έδινε τον δικό του αγώνα, ο Άγγελος Χανιώτης έριχνε τις ιστορικές και θεωρητικές βάσεις στο εγχείρημα με παραλληλισμούς μέσα από την Ιστορία και τις επιδημίες.
Εμένα με κέντρισε επίσης η ιδέα ενός άλλου εγκλεισμού, εκείνον που αφορά τον ανθρώπινο νου που κατοικεί σε ένα γερασμένο σώμα, αυτό δηλαδή που ισχύει για τους περισσότερους ηλικιωμένους. Η εικόνα των πολλαπλών επιπέδων εγκλεισμού δημιουργούσε επιπλέον και μια εικόνα ενός εγκιβωτισμού στον οποίο η απάντηση θα ήταν η δημιουργία του ντοκιμαντέρ.
το γήρας είναι κάτι για το οποίο δεν ”εκπαιδευόμαστε” στη διάρκεια της ζωής μας. Έτσι μπορεί να φτάσουμε μέχρι και να το αγνοούμε επιδεικτικά, σχεδόν ρατσιστικά.
Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με ένα θέμα, το γήρας, τη στιγμή που εξυμνείται η νεότητα; Πρόκειται, και από άποψη εικόνας, για ένα θέμα που συνήθως και ενστικτωδώς το αποφεύγουμε.
Το γήρας και η νεότητα είναι το ίδιο θέμα, είναι οι ζωές όλων μας, αυτό που αλλάζει είναι η θέση του παρατηρητή που βλέπει τη ζωή μπροστά του. Αυτό που διαχωρίζει τα πράγματα είναι η διαδικασία του χρόνου και οι επιπτώσεις του. Για να περάσεις από το ένα παρατηρητήριο στο άλλο είναι μόνο ένα ζήτημα χρόνου.
Γι΄αυτό οι τρεις πράξεις στον τίτλο, ο αέναος κύκλος της ζωής που περνά από την γέννηση, τον έρωτα και τον θανάτο, τρεις πράξεις που δεν λείπουν από την ταινία.
Μας μιλούν για τον θάνατο, γίνονται προσπάθειες για να τον καταλάβουμε με την ιατρική, μέσα από τις θρησκευτικές θεωρήσεις ή με την φιλοσοφία, αλλά το γήρας είναι κάτι για το οποίο δεν ”εκπαιδευόμαστε” στη διάρκεια της ζωής μας. Έτσι μπορεί να φτάσουμε μέχρι και να το αγνοούμε επιδεικτικά, σχεδόν ρατσιστικά.
Η σύγχρονη κοινωνία προτιμά να γλυστρά σε ποτάμια από κρέμες και παρατηρεί κανείς ότι μπορούμε ως άτομα, να δεχτούμε ή και υποβάλλουμε στον εαυτό συμπεριφορές συχνά ακραίες, αρκεί να μας κάνουν να ξεχάσουμε ότι γερνάμε.
Αυτό παρασέρνει και τα συναισθήματά μας, γινόμαστε εγωιστές, ξεχνάμε να δώσουμε ένα χάδι στον ηλικιωμένο, δηλαδή σε έναν άνθρωπο που το έχει ανάγκη όσο το έχει κι ένα παιδί ή ο νεότερος άνθρωπος. Διότι αυτό δηλώνουν οι μεγάλοι άνθρωποι, ότι περισσότερο από όλα τους λείπει το άγγιγμα.
Είναι περίεργο να σκεφτεί κανείς ότι για ένα χρόνο σχεδόν όλοι μας γευτήκαμε την κατάσταση των δυο κοινωνικών αυτών ομάδων, φυλακιστήκαμε με τον κατ΄οίκον περιορισμό χωρίς να έχουμε κάνει μια αξιόποινη πράξη, και είχαμε τους περιορισμούς των ηλικιωμένων, στο να κινηθούμε, να δράσουμε, να νιώσουμε, να ταξιδέψουμε νοητικά και φυσικά.
Διαβαίνοντας την πύλη ενός γηροκομείου ο κάθε ηλικιωμένος γνωρίζει ότι ίσως να είναι το τελευταίο σπίτι που θα μείνει. Ωστόσο για ένα παρατηρητή εκτιμώ ότι είναι σαν να ζει σ΄έναν προθάλαμο του οποίου δεν γνωρίζουμε που οδηγεί η απέναντι πόρτα.
Ναι, νομίζω πως οι περισσότεροι ηλικιωμένοι γνωρίζουν ότι είναι ίσως το τελευταίο τους σπίτι. Όμως είναι διατεθειμένοι να το ξεχάσουν αυτό, αν έχουν μια ευπρεπή διαβίωση που καλύπτει όλες τις ανάγκες και τη φροντίδα που χρειάζονται στο τελευταίο αυτό κεφάλαιο της ζωής τους.
Τελικά, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε για τον θάνατο είναι να τον ονοματίσουμε. Δεν μπορούμε ούτε να τον ερμηνεύσουμε ούτε να τον προσδιορίσουμε.
Οι ηλικιωμένοι και οι φυλακισμένοι είναι εξόριστοι της κοινωνίας μας....για τους μεν ισχύει ο κανόνας του χρόνου για τους δε, ο κανόνας του νόμου.
Ο Πλάτωνας στο έργο του “οι Νόμοι” καθορίζει τους νόμους εκείνους που κατά την άποψή του είναι απαραίτητοι για μια ομαλή κοινωνική συμβίωση. Σε αυτό το έργο μεταξύ άλλων καθορίζει τις υποχρεώσεις των πολιτών προς του γονείς (ηλικιωμένους). Ο σεβασμός προς τους ηλικιωμένους ανά τους αιώνες γίνεται μια παγκόσμια ηθική. Εκτιμάτε ότι αυτή η ηθική αλλάζει, έχει αλλάξει και εάν ναι, που το αποδίδετε;
Δεν είναι ότι έχει αλλάξει ηθική μας, είμαστε ίσως κάπως θολωμένοι όλοι μας από αυτή την σύγχρονη τάση της νεολατρείας που επικρατεί.
Πονάμε για το γονιό μας όπως πονούσαν οι πρόγονοι μας. Αυτό που έχει αλλάξει είναι η συζήτηση που δεν κάνουμε πλέον ως κοινωνίες, ως οικογένεια για το γήρας και για τον θάνατο που διαρκώς ψάχνουμε να τον ξορκίσουμε με προκατάληψη . Δείτε παλιότερα τι γινόταν.
Ο θρήνος μετά τον θάνατο του προσφιλούς προσώπου ήταν μέρος μιας διεργασίας με συμβολικό και υπερβατικό ρόλο. Συνοδεύαμε τον θανόντα προς το τελευταίο του ταξίδι. Αυτό γιατί έπρεπε να τον τιμήσουμε αλλά ταυτόχρονα αφορούσε και εμας που μένουμε εν ζωή.
Ο θρήνος απαλύνει, μαλακώνει τη ψυχή μας, η εικόνα του θανόντα ήταν μια εικόνα λύτρωσης και αποδοχής. Σήμερα σπάνια συμβαίνουν αυτά, τα απωθούμε, συνηθίσαμε να τα φοβόμαστε, εκπαιδευτήκαμε προς μια άλλη κατεύθυνση η οποία σύγουρα δημιουργεί άλλα τραύματα μέσα μας. Και οι ηλικιωμένοι, επειδή είναι αυτοί που ”συγγενεύουν” με αυτό αυτό που μας τρομάζει περισσότερο, ασυνείδητα πλέον τους εξωθούμε.
Ο Άγγελος Χανιώτης λέει ότι oi ηλικιωμένοι και οι φυλακισμένοι είναι εξόριστοι της κοινωνίας μας. Θα συμπλήρωνα ότι για τους μεν ισχύει ο κανόνας του χρόνου για τους δε, ο κανόνας του νόμου.
Είναι περίεργο να σκεφτεί κανείς ότι για ένα χρόνο σχεδόν όλοι μας γευτήκαμε την κατάσταση των δυο κοινωνικών αυτών ομάδων, φυλακιστήκαμε με τον κατ΄οίκον περιορισμό χωρίς να έχουμε κάνει μια αξιόποινη πράξη, καιείχαμε τους περιορισμούς των ηλικιωμένων, στο να κινηθούμε, να δράσουμε, να νιώσουμε, να ταξιδέψουμε νοητικά και φυσικά.
Ξεχνάμε να δώσουμε ένα χάδι στον ηλικιωμένο, δηλαδή σε έναν άνθρωπο που το έχει ανάγκη όσο το έχει κι ένα παιδί ή ο νεότερος άνθρωπος. Διότι αυτό δηλώνουν οι μεγάλοι άνθρωποι, ότι περισσότερο από όλα τους λείπει το άγγιγμα.
Πριν μερικά χρόνια το να βάλεις τον γονιό σου στο γηροκομείο ήταν κατακριτέο. Σήμερα ισχύει το ίδιο; Πώς διαχειρίζονται τυχόν αισθήματα ενοχής και εγκατάλειψης που νιώθουν οι ηλικιωμένοι.
Δε γνωρίζω πόσο εγκαταλελειμμένος μπορεί να νιώθει ένας ηλικιωμένος στογηροκομείο. Από τις κουβέντες που κάναμε, φαίνεται πως αρκετοί είναι εκείνοι που από μόνοι τους διάλεξαν να μπουν σε μια μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων.
Με την καραντίνα και τον εγκλεισμό βέβαια τα πράγματα είναι πολύπλοκα. Η έλλειψη πραγματικής επαφής δημιουργεί ένα μεγάλο κενό στους ηλικιωμένους, ένα αίσθημα απώλειας μέχρι και εγκατάλειψης.
Πολλοί δεν καταλαβαίνουν γιατί οι επαφές να γίνονται μέσα από το τζάμι, είτε από τη βιτρίνα του σαλονιού στο γηροκομείο είτε μέσα από τα κινητά. Η ανάγκη για επαφή είναι τόσο ισχυρή, που όταν εμφανίζεται το πρόσωπο του παιδιού τους στο κινητό, χαϊδεύουν την οθόνη.
Για τους ανθρώπους με άνοια τι έχει απομείνει από την υπόστασή τους, από την προσωπικότητά τους; Πώς καθορίζεται πλέον η ύπαρξή τους;
Η άνοια είναι το αλλόκοτο ποίημα του πεζογραφήματος που ήταν η ζωή μας.
Προσωπικά νιώθω πως ακόμη και έτσι, ο άνθρωπος είναι ακόμη εκεί. Πολλά από τα αντανακλαστικά του λόγου, οι εκφράσεις, οι κινήσεις συνεχίζουν να υποδεικνύουν αυτούς που ήμασταν. Και αυτό που μας καθορίζει στη σχέση μας με το περιβάλλον ίσως να είναι περισσότερο και πάνω απ’ όλα τα συναισθήματα πλέον.
Πιστεύω πως εκεί βρίσκεται ο τόπος συνάντησης, όχι μόνο με τους ανθρώπους που έχουν άνοια αλλά και με τους ηλικιωμένους γενικότερα. Λίγο περισσότερο συναίσθημα και τρυφερότητα που εκφράζεται με τον πιο απλό τρόπο, μπορεί να κάνει θαύματα. Το είδα όσο ήμουν μαζί τους. Με τον Μιχάλη γίναμε τα παιδιά τους, γίναμε τα αγόρια που πείραζαν οι 80χρονες κοπέλες, ήμαστε κολλητοί του Θοδωρή στα 85 του.
Ένας κόσμος χωρίς γερόντισσες και γέροντες είναι ένας κόσμος δυστοπικός
Πλέον με την πανδημία ξεκίνησε μια συζήτηση σε διεθνές επίπεδο με αρκετούς φιλοσόφους να επιχειρηματολογούν υπεραμυνόμενοι ενός ηλικιακού κριτηρίου εγκατάλειψης στον θάνατο, ώστε να μην στερηθούμε την ελευθερία μας σήμερα και την ευμάρειά μας αύριο.
Θεωρώ ότι ήταν μια από τις πλέον μελανές στιγμές στην εποχή του κορωνοϊού, κατά βάσιν είναι ένα εντελώς ανήθικο δίλημμα, που μας κάνει απάνθρωπους. Ευτυχώς που έφτασαν τα εμβόλια και μας δίνεται χρόνος να δούμε τι πρέπει να γίνει την επόμενη φορά, αν υπάρξει επόμενη φορά.
Αυτό που με εντυπωσίασε ήταν ότι εκτός από πεπειραμένους ενήλικες επαγγελματίες φροντίδας ηλικιωμένων, υπήρχαν και πρωταγωνίστησαν και νέα παιδιά που μόλις αποφοίτησαν από τις σχετικές σχολές. . Πόσο εύκολα ένας νέος άνθρωπος φροντίζει έναν γέρο άνθρωπο με το ίδιο νοιάξιμο σαν να ήταν ένα μωρό παιδί;
Συνάντησα μια πραγματικότητα που ούτε μπορούσα να υποψιαστώ. Σε λίγες μόνο μέρες όλοι οι εργαζόμενοι εκεί μεταμορφώθηκαν στα μάτια μου σε υπεράνθρωπους, κυριολεκτικά σε ήρωες. Δεν έτυχε να ακούσω να παραπονεθεί κανένας. Κοπέλες και αγόρια 19 και 20 χρονών σήκωναν το βάρος της φροντίδας ηλικιωμένων ανθρώπων σαν να ήταν οι ηλικιωμένοι παιδιά τους.
Όταν ρώτησα πως γίνεται να μπορούν να κάνουν όλα όσα χρειάζονται, η απάντηση ήταν αφοπλιστική από όλους τους φροντιστές: ”Αν ήταν ένα μικρό παιδί, ένα μωρό που δεν μπορεί να φροντίσει τον εαυτό του, δεν θα το φρόντιζες;”
Πόσο εύκολα ήταν για το συνεργείο να λειτουργήσει μέσα σε αυτό το περιβάλλον;
Ήμασταν οι δυο με τον Μιχάλη, ο καθένας αρματωμένος με μια κάμερα την ευαισθησία του. Δύο άτομα είναι λίγα γιατί αυξάνονται οι πιθανότητες λάθους. Κάνεις πολλά πράγματα ταυτόχρονα και ορισμένες φορές κάποια από τα σημαντικά θα σου ξεφύγουν. Δε γινόταν όμως να ήμασταν περισσότεροι. Σιγά σιγά το μειονέκτημα μετατράπηκε σε πλεονέκτημα. Ήμαστε πιο διακριτικοί, γίναμε ένα με τους υπόλοιπους φιλοξενούμενους και εργαζόμενους, το κλειστό αυτό σύστημα στο οποίο βρεθήκαμε, μας αφομοίωσε.
Διέκρινα δύο μουσικά θέματα κυρίαρχα στην ταινία. Θα στοιχημάτιζα ότι είναι παιγμένα από ερασιτέχνη σε χαλασμένο πιάνο, Πόσο σκόπιμο ήταν;
Η μουσική γράφτηκε εκεί, in vivo, με το λίγο ξεκούρδιστο πιάνο του σαλονιού. Όταν η έμπνευση ελευθερωνόταν, ηχογραφούσα αυτά που έπαιζα. Προσπάθησα να καλύψω τον ερασιτεχνισμό μου, αλλά απ ότι φαίνεται δεν τα κατάφερα... Σημασία έχει πως η μουσική που χρησιμοποίησα στην ταινία γεννήθηκε εκεί και ηχογραφήθηκε μέσα στην ατμόσφαιρα και τους φυσικούς ήχους του χώρου, την ήθελα έτσι, ακατέργαστη.
Πώς η παρουσία η δική σας και μάλιστα με κάμερα επηρέασε τη λειτουργία και την καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων;
Καταλυτικά ειδικά από κάποια στιγμή και μετά όταν γίναμε αποδεκτοί, οι άνθρωποι εκεί μεταμορφωνόντουσαν σχεδόν. Ήμαστε κι εμείς στοιχεία διέγερσης, οι κύριες ζήτησαν σχεδόν όλες να πάνε κομμωτήριο!
Πριν τον εγκλεισμό σκεφτόσασταν με τον ίδιο τρόπο για το γήρας; Πόσο σας άλλαξε αυτή η εμπειρία;
Απερίφραστα θα πω ότι δεν είμαι ο ίδιος άνθρωπος. Δεν κουβαλάω τις ίδιες φοβίες, απέκτησα ένα συναίσθημα που ελπίζω να συνεχίσει να με συντροφεύει για καιρό, της συμφιλίωσης γι΄ αυτό που θα γίνω αργότερα, ότι και αν είναι αυτό.
Στη διάρκεια της παραμονή σας στο Γηροκομείο υπήρξαν κρούσματα ή θάνατοι;
Ναι, αλλά κανένας δεν έφυγε από την Covid-19. Σοκάρει ο θάνατος από κοντά. Απέχεις δευτερόλεπτα καμιά φορά από τη στιγμή που συμβαίνει και τη στιγμή που κινηματογραφείς. Μένεις άφωνος όταν ξέρεις ότι κατέγραψες τις τελευταίες αναπνοές μιας ανθρώπινης ύπαρξης.
Υπάρχουν νέοι άνθρωποι που είναι γέροι; Τι μπορεί να γεράσει κάποιον;
Όλοι μας γινόμαστε γέροι. Καμιά φορά ενώ είμαστε ακόμη νέοι. Στην αποτυχία, στην αρρώστια, στην παραίτηση, όταν πέφτουμε γενικά. Αλλά όλοι μας γνωρίζουμε και ηλικιωμένους που είναι νέοι μέχρι τέλους και τέτοιους ανθρώπους είδα πολλούς στον εγκλεισμό εκεί.
Η ανάγκη για επαφή είναι τόσο ισχυρή, που όταν εμφανίζεται το πρόσωπο του παιδιού τους στο κινητό, χαϊδεύουν την οθόνη.
Δεν μπορώ παρά να επισημάνω την παρουσία στο γηροκομείο ενός 16χρονου αγοριού, γιου μιας από τις εργαζόμενες γυναίκες. Αυτή η αντίθεση εγείρει προβληματισμούς. Δημιουργεί εικόνες ομορφιάς.
Στην συνύπαρξη αυτή ακυρώνεται θα έλεγε κανείς το χάσμα των γενεών. Βλέπεις δύο ανθρώπους που ο ένας τυχαίνει να είναι γέρος κι άλλος τυχαίνει να είναι νέος. Όμορφο αλλά και συνάμα σκληρό όπως η ζωή.
Βλέπουμε στην Οδύσσεια τον Αινεία να κουβαλάει στους ώμους του τον γέρο πατέρα του. Πράξη που εξυμνείται παραδειγματικά ακόμη και σήμερα. Μαζί με τον Πλάτωνα, η πράξη και ο νόμος ανευρίσκονται στον σκληρό πολιτισμικό και ηθικό πυρήνα του ελληνικού και ρωμαϊκού πολιτισμού, φθάνοντας έως τις ημέρες μας. Αυτός ο ήρωας δηλαδή καθόρισε μελλοντικές συμπεριφορές. Θα χαρακτηρίζατε τον Δημήτρη ως έναν τέτοιο ήρωα που όμως δεν άντεξε το βάρος στους ώμους του;
Ο Αινείας φέρει στους ώμους του τον γέροντα πατέρα του ως την υπέρτατη αξία που δεν θα άφηνε πίσω στην πόλη που έπρεπε να εγκαταλείψει. Ο Δημήτρης μας καλεί να ξανά σκεφτούμε τις αξίες που μας καθορίζουν σήμερα αλλά και για αύριο. Ένας κόσμος χωρίς γερόντισσες και γέροντες είναι ένας κόσμος δυστοπικός χωρίς χιούμορ και ανεκτικότητα, χωρίς θάρρος και γενναιοδωρία, σίγουρα ένας βαρετός κόσμος.
Ο Δημήτρης δεν άντεξε αυτό που θεώρησε αποτυχία από τη στιγμή που προσβλήθηκε και ο ίδιος από τον ιό. Εγινε μήνες μετά όταν έχει τελειώσει το lockdown. Δεν έχω καμία άποψη για την βαθύτερους υπαρξιακούς λόγους που τον οδήγησαν στην πράξη του. Είχα όμως το χρόνο να διακρίνω έναν αποτελεσματικό επαγγελματία και έναν έντιμο επιστήμονα. Οι απόψεις του για την φροντίδα των ηλικιωμένων ήταν πραγματικά σπουδαίες. Μετά το Δημήτρη, η γεροντολογία στην Ελλάδα δεν μπορεί να είναι αυτό που ήταν πριν. Η τραγική κατάληξη εύχομαι να λησμονηθεί και τη θέση της να πάρουν οι ιδέες του.
Πώς διαχειριστήκατε συναισθηματικά αυτή η πράξη του Δημήτρη;
Όταν συνέβη, το μοντάζ της ταινίας ήταν στο 40ό λεπτό από το 83 συνολικά. Νιώθεις απόγνωση και αδιέξοδο με μια τέτοια τροπή. Έπρεπε να σκεφτώ τι θέση θα είχε το γεγονός αυτό στην ταινία και αποφάσισα πως δεν θα είχε. Το θέμα που είχα κληθεί να καταγράψω, η ιστορία που ήθελα να αφηγηθώ δεν περιελάμβανε αυτό το γεγονός που εκτός των άλλων συνέβη μήνες μετά την αποχώρηση μου από την μονάδα. Έπρεπε η ταινία να έχει ενδιαφέρον, χωρίς να ενισχυθεί από τον θόρυβο που γέννησε η πράξη του Δημήτρη.
Αφού αφήσαμε κάποιο χρόνο, μαζέψαμε τις δυνάμεις μας με την Αλεξάνδρα Βερυκόκκου, την μοντέζ της ταινίας και ξαναπιάσαμε το μοντάζ με στόχο η ταινία να έχει να πει κάτι ανεξάρτητα από αυτό που συνέβη. Ελπίζω να το καταφέραμε.