Ελληνική εξωτερική πολιτική στην κόψη του ξυραφιού: Ριζική επανατοποθέτηση
Αντίθετα με τον πολυδιαφημισμένο ανθόσπαρτο παγκοσμιοποιημένο μεταψυχροπολεμικό πλανήτη και όπως πολλοί έγραψαν από καιρό ενώ προχωρούμε βαθύτερα στον 21 αιώνα οι στρατηγικές ανακατατάξεις εξελίσσονται με καταιγιστικούς ρυθμούς.
Στο επίπεδο των ηγεμονικών δυνάμεων ανακατανέμονται ισχύς, συμφέροντα και ρόλοι αλλά τίποτα δεν σταθεροποιήθηκε ενώ εξ αντικειμένου είναι άγνωστο εάν και πότε θα υπάρξει ένα νέο modus vivendi νέων στρατηγικών ισορροπιών και σχετικής σταθερότητας.
Στις περιφέρειες μεσαίας ισχύος κράτη όπως η Τουρκία, η Ισραήλ, η Αίγυπτος και το Ιράν ελίσσονται επιδιώκοντας να αποκτήσουν μελλοντικά ισχυρή θέση και ρόλο και ταυτόχρονα ευνοϊκό πλαίσιο συναλλαγών με τις μεγάλες δυνάμεις (patron-client relations).
Στις πλανητικές και περιφερειακές συμπληγάδες όσα άλλα κράτη δεν έχουν στρατηγική, κατευνάζουν τις απειλές ή εμφανίζονται έτοιμα να υποχωρήσουν επί μειζόνων συμφερόντων και δίνουν έτσι την εικόνα αναλώσιμης χώρας, οι στρατηγικοί σχεδιασμοί των μεγάλων δυνάμεων αλλά και περιφερειακών δυνάμεων προγραμματίζουν και τα εξαποστέλλουν στις κλίνες Προκρούστη των αδιάλειπτων στρατηγικών παιγνίων.
Αυτό θα συμβεί για παράδειγμα με την Ελλάδα εάν δεν διαθέτει σιδερένια αποτρεπτική στρατηγική που θα διασφαλίζειτην ακεραιότητα της Επικράτειάς της και την εφαρμογή των προνοιών του δικαίου της θάλασσας που ως προς την Αιγιαλίτιδα ζώνη αποτελεί μονομερές δικαίωμα. Το ίδιο εάν όσον αφορά το Κυπριακό ζήτημα αντί ορθολογιστικής επανατοποθέτησης στο Κυπριακό διαλυθεί η Κυπριακή Δημοκρατία («ΔΔΟ με πολιτική ισότητα») με αναπόδραστο αποτέλεσμα το 1/10 του Ελληνισμού να καταστεί όμηρος της Άγκυρας, να παγιδευτεί στρατηγικά το Ελλαδικό κράτος και να εκτιναχθεί γεωπολιτικά και στρατηγικά η Τουρκία.
Για το δέον γενέσθαι στα πεδία της πρακτικής πολιτικής δεν είναι υπόθεση ενός πανεπιστημιακού της στρατηγικής ανάλυσης ρόλος του οποίου είναι μόνο η αξιολογικά ουδέτερη περιγραφή των σημαντικών και διαμορφωτικών, η σύνδεσή τους με τα αλάνθαστα Θουκυδίδεια αξιώματα, η περιγραφή του προσανατολισμού των στρατηγικών και των προϋποθέσεων εντός αυτού του προσανατολισμού και η σύνδεσή τους με πάγιες τυπολογίες της στρατηγικής θεωρίας που αφορούν τον σχεδιασμό και εφαρμογή στρατηγικής από όλα τα (βιώσιμα) κράτη.
Ήδη σε προγενέστερη παρέμβαση εδώ αναλύθηκε το γεγονός ότι η τουρκική απειλή, όπου υπό όρους πάγιων τυπολογιών της στρατηγικής θεωρίας θεωρείται «απέραντη» ενώ γίνεται ολοένα μεγαλύτερη και οξύτερη, είναι ακατανόητο γιατί το Ελληνικό κράτος δεν καταγγέλλει άμεσα και σε όλο το διεθνές φάσμα τις ακραία παράνομες στάσεις, δηλώσεις και ενέργειες.
Στον ΟΗΕ, στο ΣΑ (με επιφύλαξη προσφυγής και σε όλους τους διεθνείς θεσμούς και όλα τα κράτη με τα οποία η Ελλάδα διαθέτει διπλωματικές αποστολές). Μυστήριο είναι για παράδειγμα, γιατί δεν κατάγγειλε και γιατί τώρα δεν καταγγέλλει το ακραίο παράνομο casus belli κατά της Ελλάδας εκβιάζοντάς την να μην εφαρμόσει τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου που ορίζουν ως μονομερές κυριαρχικό δικαίωμα την επέκταση της Αιγιαλίτιδας ζώνης μέχρι 12 μίλια. Τι εξάλλου φοβάται ότι θα συμβεί εάν περιφρονώντας αυτή την προπετή απειλή και εφαρμόζοντας επιτελικά σχέδια της αποτρεπτικής της στρατηγικής εκπληρώσει τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου.
Για την ανάγκη άμεσης και ριζικής επανατοποθέτησης στο Κυπριακό έχουμε γράψει συχνά και θα επανέλθουμε επί κεντρικών ζητημάτων. Παραμένει ότι η κατάργησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και η δημιουργία προϋποθέσεων τουρκικής επικυριαρχίας –«πολιτική-κυριαρχική ισότητα» και ανεξάρτητα του πως θα οριστεί και ονομαστεί η ΔΔΟ– οδηγεί σε στρατηγική αστάθεια και παγίδα θανάτου για την κατευνάζουσα πλευρά.
Εδώ με συντομία θα σταθούμε σε ένα άλλο πολύ σημαντικό ζήτημα. Στο γεγονός δηλαδή ότι το η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία σε όλο το φάσμα απαιτείται να έχει πλήρη και σωστή θέαση τόσο της μεγάλης εικόνας των απειλών κατά της χώρας όσο και για τις εναλλακτικές επιλογές αποφάσεων υπό το πρίσμα κόκκινων γραφών που για ένα αμυνόμενο κράτος δεν είναι άλλες από αυτό που ορίζει η διεθνής και ευρωπαϊκή νομιμότητα.
Αυτό σημαίνει άρτια κρατικά επιτελεία. Έχουμε, ή επί δεκαετίες μέσα στο κράτος κυριαρχούν κομματικές νοοτροπίες και περιφέρονται σε θέσεις ευθύνης ακόμη και μη κρατικοί διεθνικοί δρώντες.
Είναι αληθές ότι για ιστορικούς λόγους κατά την διάρκεια των δύο αιώνων ύπαρξης του νεοελληνικού κράτους, και σε αντίθεση με πολλά άλλα κράτη, ποτέ δεν υπήρξαν άρτια κρατικά επιτελεία αποτελούμενα από άριστα επιλεγμένους κρατικούς λειτουργούς οι οποίοι, μεταξύ άλλων:
α) θα αναλύουν, θα σταθμίζουν και θα συνάγουν συμπεράσματα για το πώς είναι και το πώς εξελίσσονται τα πράγματα πλανητικά και στις περιφέρειες,
β) ανά πάσα στιγμή θα αποκρυσταλλώνουν την μεγάλη εικόνα της διεθνούς πολιτικής –βασικά τις στρατηγικές των ηγεμονικών δυνάμεων και των περιφερειακών δυνάμεων– και το πώς επηρεάζονται τα επί επιμέρους ζητήματα,
γ) θα έχουν πλήρη και σωστή θέαση και πλήρη γνώση των νομικών, θεσμικών και πολιτικών όψεων των διεθνών θεσμών (συμπεριλαμβανομένων εάν όχι κυρίως του ΟΗΕ και της ΕΕ),
δ) θα αναλύουν αδιάλειπτα την στρατηγική των άλλων κρατών στην περιφέρεια της Ελλάδας και
ε) θα χαράσσουν πλήθος σχεδίων εναλλακτικών στρατηγικών αποφάσεων ανάλογα με το πώς εξελίσσονται και το πώς συμπλέκονται τα ζητήματα της διεθνούς πολιτικής που αφορούν το Ελληνικό κράτος.
Επαναλαμβάνεται: Επιτελεία κρατικών λειτουργών στελεχωμένα με τους άριστους των αρίστων και όχι με περιφερόμενα κομματικά στελέχη ή μη κρατικούς ή και διεθνικούς δρώντες.
Ως προς τρία τουλάχιστον ζητήματα, την Θράκη, το Αιγαίο και την επιβίωση της Κυπριακής Δημοκρατίας, καταμαρτυρείται ασυνέχεια εάν όχι συχνά και αλαλούμ στάσεων και δηλώσεων που υποδηλώνουν πρώτον, πως τα εθνικά συμφέροντα δεν ορίζονται και δεν ιεραρχούνται με όρους πάγιων τυπολογιών διεθνώς αποδεκτών και δεύτερον, πως η θολή χρήση όρων καταμαρτυρεί είτε γενικευμένη άγνοια στοιχειωδών εννοιών σε όλο το πολιτικό και «επιστημονικό» φάσμα είτε στάσεις υπεκφυγής ανάδειξης των σωστών αναλύσεων που οδηγούν σε μια αξιόπιστη στρατηγική.
Συνοπτικά θα φωτίσουμε μερικές πτυχές.
«Τι κάνουμε» λοιπόν; Μερικές υπογραμμίσεις για τους προσανατολισμούς και θα επανέλθουμε:
Άμεση δημιουργία άρτιων κρατικών επιτελείων, κρατικών λειτουργών. Το κόστος σε σύγκριση με άλλες δαπάνες είναι ασήμαντο και γι’ αυτό ακατανόητο γιατί οι Ελληνικές κυβερνήσεις δεν παίρνουν μια τέτοια απόφαση.
Άμεση μέριμνα βέλτιστης χρήσης των συντελεστών ισχύος της χώρας και βέλτιστης αξιοποίησης των πανάξιων Ένοπλων Δυνάμεων για να δημιουργηθούν παραστάσεις κόστους κατά των αναθεωρητικών απειλών και να συγκροτηθεί μια αξιόπιστη εθνική στρατηγική. Ταυτόχρονα μέριμνα συγκρότησης πλήρους πολιτικής συναίνεσης για την εθνική ασφάλεια, τα εθνικά συμφέροντα και τις κόκκινες γραμμές που αφορούν την κυριαρχία.
Άμεσες αποφάσεις ή με αποφασιστικότητα δρομολόγηση αποφάσεων που θα εκπληρώσουν τις πρόνοιες της του Διεθνούς Δικαίου για την Ελληνική Επικράτεια.
Ποτέ δεν αυτοκτονούμε καταργώντας την Κυπριακή Δημοκρατία. Εάν με Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία όχι μόνο αναγνωριστούν τα τετελεσμένα στα νυν κατεχόμενα, καταργηθεί η Κυπριακή Δημοκρατία και γίνει αποδεκτή πολιτική ισότητα δηλαδή τουρκική επικυριαρχία αποδεικνύεται πλέον ότι ο ανορθολογισμός είναι τόσο μεγάλος που υποδηλώνει, ενδεχομένως, το ιστορικό τέλος των νεοελλήνων.
Στην Κύπρο, ερωτάται γιατί πολλά ακούγονται περί αυτού: Απελπισμένη επιδίωξη δύο τελείως ανεξαρτήτων κρατών και ίσως ένωση του ενός με την Ελλάδα; Όποιος διανοηθεί κάτι τέτοιο λανθάνει. Λανθάνει ίσως επειδή δεν γνωρίζει ότι η Τουρκία επί δεκαετίες και δεκάδες φορές το έκανε σαφές πως ποτέ δεν θα αποδεχθεί την Ελλάδα νότιά της εξ ου και επιδιώκει πλήρη επικυριαρχία επί ολοκλήρου της Νήσου. Αυτή είναι η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία όποια μορφή και αν πάρει.
Όχι μόνο διατηρούμε την Κυπριακή Δημοκρατία αλλά και την ενισχύουμε συν βέβαια αναβιώνει ο καθόλου θεμιτός και νομιμοποιημένος Ενιαίος Αμυντικός Χώρος.
Το νυν κατεχόμενο μένει αλύτρωτο. Ευκαιρίας δοθείσης απελευθερώνεται και αποκαθίσταται η διεθνής τάξη. Ακόμη και αν αυτό δεν γίνει τουλάχιστο δεν δίνεται στο πιάτο η Κυπριακή Δημοκρατία στο σύνολό της συμπεριλαμβανομένων δηλαδή και των μη κατεχομένων περιοχών. Αυτή είναι εξ αντικειμένου η μόνη βάση διεξόδου με ριζική επανατοποθέτηση.
Αυτονόητα, για το casus belli και όλες τις άλλες παραβιάσεις της διεθνούς νομιμότητας η Ελλάδα με καλή προετοιμασία (των κρατικών επιτελείων) όσον αφορά τα νομικά, θεσμικά, πολιτικά και στρατηγικά ζητήματα που τίθενται, καταγγέλλει την Τουρκία παντού. Όπως ήδη αναφέρθηκε στον ΟΗΕ, στο ΣΑ με επιφύλαξη προσφυγής, στην ΕΕ με αξιώσεις θέσεων σύμφωνα με το ευρωπαϊκό νομικό κεκτημένο –μετά την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας η εφαρμογή της κοινοτικής έννομης τάξης σύμφωνα με την Πράξη προσχώρησης έπρεπε να είναι σημαία και κόκκινη γραμμή–, στις πρωτεύουσες όλων των μεγάλων δυνάμεων και σε όλα τα άλλα κράτη.
Τέλος αλλά όχι το τελευταίο που μπορούσε να αναφερθεί, στο Κυπριακό και σε όλα τα άλλα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής δεν υπάρχουν χαμένες ευκαιρίες επειδή το κράτος που κατευνάζει υπόκειται τον ένα εκβιασμό μετά τον άλλο.
Όπως έχει υποστηριχθεί εδώ ξανά, αυτό που ισχύει στην περίπτωση των Ελλήνων είναι ότι Μεταπολεμικά –για να σταθούμε μόνο σε αυτή την ιστορική φάση– το νεοελληνικό κράτος ως Μητρόπολη του Ελληνισμού στερείται αξιόπιστης εθνικής στρατηγικής που θα εκπληρώνει τα αλληλένδετα βραχυχρόνια, μεσοπρόθεσμα και μακροχρόνια συμφέροντα.
Σε περιπτώσεις όπως της Κύπρου όπως πάντα συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις η Αθήνα όφειλε να έχει κόκκινες γραμμές που δεν μπορεί παρά να είναι η αποκατάσταση της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας. Στην βάση αυτή και μόνο αυτή δεν φροντίζει να έχει την στρατηγική εποπτεία και τις στρατηγικές πρωτοβουλίες εκπλήρωσης των σκοπών στην αδύναμη και υπό εκβιασμό ανίσχυρη Κυπριακή Δημοκρατία όπου είναι οι πατρογονικές εστίες του ενός δέκατου του Ελληνισμού.
Ως προς αυτό και μεταξύ πολλών άλλων, μείζον ζήτημα είναι η στρατηγική διαίρει και βασίλευε της Μεγάλης Βρετανίας η οποία έπρεπε να είχε αντιμετωπιστεί. Το ίδιο ισχύει και στην συντρέχουσα φάση ζήτημα ως προς το οποίο θα επανέλθουμε.