Οι φυσικές καταστροφές ως ευκαιρία για αλλαγή
Οι αλλεπάλληλες και με γεωμετρική πρόοδο μεγάλες φυσικές καταστροφές που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και σε μεγαλύτερη κλίμακα σε ολόκληρη την υφήλιο, μπορούν να ονομασθούν θεομηνίες, όχι όμως με τη βιβλική έννοια της οργής του Θεού( ira dei), αλλά ως καταστροφές λόγω του μεγάλου αριθμού θυμάτων και υλικών ζημιών, που οφείλονται κυρίως σε φυσικά αίτια και στις οποίες όμως ο άνθρωπος με πράξεις ή παραλείψεις συντέλεσε ως προς την πρόκληση τους και το μέγεθος της καταστροφής.
Υπάρχουν πολλών ειδών θεομηνίες σύμφωνα με την εκκλησιαστική δέηση «προφυλάξε μας από σεισμούς, λοιμούς, λιμούς και καταποντισμούς» , που είναι οι πλέον συνήθεις και ποικίλλουν κατά χώρα και εποχές, δεδομένου ότι οι μεγάλες επιδημίες, όπως η πανώλη και η ισπανική γρίπη προκάλεσαν εκατομμύρια θανάτους.
Το ίδιο και οι εκτεταμένες ξηρασίες προκάλεσαν φοβερή έλλειψη τροφίμων με εκατομμύρια θανάτους από πείνα, αλλά που είχαν και γεωπολιτικές συνέπειες, γιατί προκάλεσαν τη μεγάλη μετανάστευση των λαών και τη πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Είναι γεγονός ότι μια θεομηνία έχει πολλαπλές συνέπειες όπως την απώλεια ζωών, οικονομικές ζημιές και κοινωνικά προβλήματα, όμως αν γίνει σωστή διαχείριση της μπορεί να προκύψουν οφέλη, όπως έγινε με τους σεισμούς της Καλαμάτας και την πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης το 1917. Οι πόλεις αυτές μετά τις καταστροφές που υπέστησαν έγιναν όμορφες και αυτό αποδεικνύει ότι μέσα από μια καταστροφή δίδεται η ευκαιρία να διορθωθούν προβλήματα και καταστάσεις, που για καιρό λίμναζαν.
Λέγεται, ότι λόγω των εκατομμυρίων νεκρών από την επιδημία της πανώλης το 1347 στην Ευρώπη και την συνέπεια αυτής έλλειψης εργατικών χεριών αυξήθηκαν τα ημερομίσθια, γεγονός που συντέλεσε στη δημιουργία αστικής τάξης και στην οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της.
Ενδεικτικά σχετικά πρόσφατες θεομηνίες μπορεί να θεωρηθούν για τη χώρα μας οι μεγάλοι σεισμοί της Κορίνθου και των Επτανήσων, η πλημμύρα στη Μάνδρα, αλλά κυρίως οι μεγάλες πυρκαγιές στο Μάτι με την εκατόμβη των θυμάτων, στη Πεντέλη το 2007, στη Ηλεία με τα πολλά θύματα και στη Βόρεια Εύβοια λόγω της εκτάσεως της.
Αναλογικά όμως οι σε άλλες χώρες φυσικές καταστροφές και μάλιστα οι πρόσφατες ήταν πολύ μεγαλύτερες ως προς το μέγεθος και τον αριθμό των θυμάτων .
Ανακύπτει λοιπόν το ερώτημα, πως θα μπορούσαν να αποτραπούν οι φυσικές αυτές καταστροφές και σε κάθε περίπτωση να περιορισθούν οι συνέπειες τους;
Το θέμα είναι τεράστιο και παγκοσμίου ενδιαφέροντος με περιβαλλοντικές, πολιτικές, αποκρυφιστικές, πολιτικές και οικονομικές προεκτάσεις, που δεν είναι δυνατόν αναλυθούν σε ένα άρθρο, ούτε είμαι ικανός προς τούτο.
Μπορώ όμως να κάνω κάποιες παρατηρήσεις με κάποιες απλές και πρακτικές προτάσεις μόνο ως προς τι συμβαίνει στη χώρα μας, γνωρίζοντας καλά ότι το θέμα είναι κατά εξοχήν πολιτικό, το οποίο απαιτεί καθολική και ειλικρινή συναίνεση, με συνεργασία όλων των πολιτικών δυνάμεων και όχι μια ευκαιρία για πολιτικά κέρδη.
Η θέσπιση και εφαρμογή κάποιων μέτρων δεν πρέπει να προσκρούει στο πελατειακό κράτος και στην επικρατούσα έλλειψη της έννοιας του δημόσιου συμφέροντος έναντι του ιδιωτικού.
Σύμφωνα με τα παραπάνω οι φυσικές καταστροφές που μπορούν να συμβούν στη χώρα μας είναι κυρίως οι σεισμοί, που συμβαίνουν σπάνια και οφείλονται σε φυσικά αίτια σε αντίθεση με τις πλημμύρες, που θα τις βιώνουμε συχνότερα και οφείλονται στην διαχρονική λανθασμένη ανθρώπινη πρακτική υπερεκμετάλλευσης, η οποία έχει ως συνέπεια την ερημοποίηση του εδάφους, την κατάληψη των κοιτών των ποταμών από οικοδομές και την χρησιμοποίηση τους σαν οδούς. Επίσης έχουμε και τις πυρκαγιές, που συμβαίνουν σε ετήσια και αυξανόμενη βάση και πολλές φορές προκαλούνται από εμπρησμούς.
Τα δε μέτρα που πρέπει να ληφθούν είναι αυτά της πρόληψης, διαχείρισης κρίσεως και αποκατάστασης των ζημιών, τα οποία πρέπει να συνδυασθούν εγκαίρως με τη δημιουργία των καταλλήλων μηχανισμών και νομοθετικές προβλέψεις για τη ταχεία και παραδειγματική τιμωρία των εμπρηστών και την άμεση καταβολή των αποζημιώσεων στα θύματα με τη ίδρυση Ειδικού Ταμείου με ικανούς πόρους.
Οι πυρκαγιές εντός του αστικού ιστού βασικά οφείλονται σε ανθρώπινη αμέλεια και όταν υπάρξουν ανθρώπινα θύματα και υλικές ζημιές αποτελούν αντικείμενο δικαστικής διερεύνησης.
Το πρόβλημα είναι οι πυρκαγιές στην ύπαιθρο και κυρίως των δασικών εκτάσεων, που διαρκούν για μεγάλο χρονικό διάστημα, κατακαίουν μεγάλες δασικές εκτάσεις με κατοικημένες νησίδες, απειλούν να κάψουν οικισμούς, τους οποίους η Πολιτεία υποχρεώνεται να εκκενώσει και όταν υπάρχουν ισχυροί άνεμοι επικρατεί φόβος και αγωνία από τον κίνδυνο επεκτάσεως τους.
Τα προβλήματα επιτείνονται από την εγκατάλειψη της υπαίθρου από τον αγροτικό πληθυσμό, τη γήρανση και τη μη επαρκή αναπλήρωση του και για το λόγο αυτό και από την αλλαγή των οικονομικών συνθηκών, τη μη καλλιέργεια των αγρών και τη μη ξύλευση των δασών, με αποτέλεσμα να έχουν σωρευθεί τεράστιες ποσότητες εύφλεκτης ύλης, που μπορεί ανά πάσα στιγμή να αυτοαναφλεγεί.
Η ορθότερη λύση είναι ο καθαρισμός των αγρών και των περιαστικών δασών από τα ξεραμένα χόρτα, που για λόγους οικονομικούς και έλλειψης εργατικών χεριών δεν είναι εφικτός, αλλά αν η Πολιτεία μιμείτο το New Deal του Franklin Roosevelt και χρησιμοποιούσε τους εκατοντάδες χιλιάδες ανέργους για το σκοπό αυτό αντί να τους επιδοτεί ασφαλώς θα είχαμε θετικά αποτελέσματα στη πρόληψη των πυρκαγιών.
Σαφώς πρέπει να γίνει από τώρα ένας προγραμματισμός με συντονισμό των εμπλεκομένων υπηρεσιών (πυροσβεστικής-δασικής) για τη πρόληψη και αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών, σύνταξη ενός νέου δασικού κώδικα πιο εύκαμπτου, διάνοιξη αντιπυρικών ζωνών, προμήθεια συγχρόνων μέσων πυρόσβεσης και συντήρηση του υπάρχοντος δικτύου, γιατί στη χώρα μας δεν έχουμε συνέχεια ( follow up). Για παράδειγμα το σύστημα πυρόσβεσης που λόγω Ολυμπιακών Αγώνων είχε εγκατασταθεί στο πευκόδασος του Σχοινιά Μαραθώνα αμφιβάλλω αν λειτουργεί. Επίσης απαιτείται η ενεργοποίηση της τοπικής κοινωνίας στη κατάσβεση των πυρκαγιών με την χρησιμοποίηση των εθελοντών πυροσβεστών.
Σε γενικές γραμμές πρέπει το όλο ζήτημα να αντιμετωπισθεί με διαφορετική ματιά, να αφεθεί το δάσος στη φυσική αναδάσωση χωρίς τεχνική αναδάσωση με φυτά που δεν ταιριάζουν ούτε στο χώρο, ούτε στο κλίμα, με δεδομένο ότι στο μέλλον η χώρα μας θα αντιμετωπίσει καταστάσεις λειψυδρίας, και να σταματήσει η αντίθεση στην εγκατάσταση ανεμογεννητριών, γιατί για λόγους περιβαλλοντολογικούς και οικονομικούς πρέπει να προτιμηθεί η καθαρή ενέργεια.
***
Λέανδρος Τ. Ρακιντζής
Αρεοπαγίτης ε.τ.