Η αστυνόμευση ως το δημόσιο αγαθό της ασφάλειας
Όταν ιδρύθηκε η Μητροπολιτική Αστυνομία του Λονδίνου, το 1829, η Λονδρέζικη κοινωνία ήταν σφόδρα αντίθετη στη λειτουργία της πρώτης αστυνομίας στην ιστορία της Βρετανίας. Τότε, ο ιδρυτής της, Sir Robert Peel, προχώρησε στην υλοποίηση μιας πρωτοποριακής ιδέας για τα δεδομένα εκείνης της εποχής και αποφάσισε οι αστυνομικοί να εκτελούν τα καθήκοντά της αστυνόμευσης χωρίς να φέρουν οπλισμό.
Παρότι το εγχείρημα θεωρήθηκε επικίνδυνο για την σωματική ακεραιότητα και την ζωή των αστυνομικών, η ιδέα των νέων αστυνομικών να περιπολούν στις γειτονιές του Λονδίνου χωρίς όπλα, συνάντησε τη θετική αποδοχή των Λονδρέζων και σταδιακά το νέο αστυνομικό σώμα κέρδισε την εμπιστοσύνη της βρετανικής κοινωνίας. Ακόμη και σήμερα ο κόσμος βλέπει τον αποκαλούμενο Bobby να περιπολεί στο Λονδίνο χωρίς να φέρει πυροβόλο όπλο.
Αυτή η κοινωνική και ιστορική εξέλιξη του αστυνομικού θεσμού στην βρετανική κοινωνία που διατηρείται ακόμη και σήμερα, δεν σημαίνει ότι οι βρετανικες αστυνομικές δυνάμεις δεν οπλοφορούν. Αντιθέτως, η Βρετανία διατηρεί αστυνομικέςδυνάμεις - μεταξύ των καλύτερων στον κόσμο - με εξειδικευμένη εκπαίδευση που εκτελούν καθήκοντα αστυνόμευσης με σύγχρονο οπλισμό και επεμβαίνουν δραστικά και αποτελεσματικά σε περιπτώσεις σοβαρής εγκληματικότητας.
Στην ιστορία του αστυνομικού θεσμού υπάρχει ένας συνεχής πόλεμος μεταξύ αστυνομίας και εγκλήματος – όχι εγκληματία – και οι εμπλοκές αστυνομικών δυνάμεων με χρήση όπλων γίνονται ολοένα και συχνότερες, διότι η εγκληματικότητα στις μέρες μας είναι ένα μείζον και οξυμένο κοινωνικό πρόβλημα σε όλες τις χώρες του κόσμου. Για το λόγο αυτό, όλες οι σύγχρονες αστυνομίες εστιάζουν στη θέσπιση αυστηρών νομικών διατάξεων που αφορούν στη χρήση όπλων αλλά και σε συγκεκριμένους κανόνες εμπλοκής των αστυνομικών κατά τη διάρκεια των καθηκόντων τους.
Η Ελληνική Αστυνομία λειτούργησε καθόλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου με ένα νομοθετικό πλαίσιο που θεσπίστηκε το 1993 (Νόμος 2168/1993) με πολλές ελλείψεις. Το 2003, η ελληνική πολιτεία αναθεωρεί το μέχρι τότε ισχύον νομικό πλαίσιο χρήσης όπλων με ένα νέο νομοθετικό πλαίσιο (Νόμος 3169/2003).
Ωστόσο, οι διάλογοι οι οποίοι δόθηκαν στη δημοσιότητα για την καταδίωξη του κλεμμένου οχήματος στην πρόσφατηυπόθεση του Περάματος,δημιουργούν ερωτήματα και ερωτηματικά ως προς τη σαφήνεια και την ακρίβεια των κανόνων εμπλοκής των αστυνομικών σε περίπτωση σοβαρής εγκληματικότητας στις οποίες ενδεχομένως να γίνει χρήση όπλων. Και τούτο πρέπει να προβληματιστεί σοβαρά τόσο την Ελληνική Αστυνομία όσο και τους αρμόδιους θεσμούς της ελληνικής πολιτείας.
Εν κατακλείδι, η αστυνόμευση αποτελεί την κύρια συνιστώσα του αστυνομικής αποστολής για τη διασφάλιση της έννομης τάξης στο δημοκρατικό πολίτευμα, με απόλυτο σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, η αστυνόμευση είναι απαίτηση του κοινωνικού συνόλου, της ίδιας της κοινωνίας, καθόσον αποσκοπεί στη διασφάλιση της ελευθερίας όλων των πολιτών ανεξαιρέτως. Συνιστά τη θεσμική βάση νομιμοποίησης της λειτουργίας του αστυνομικού σώματος στη δημοκρατία και υλοποιείται χωρίς διακρίσεις με σκοπό την εμπέδωση της δημόσιας ασφάλειας, που αποτελεί δημόσιο αγαθό και συνταγματική υποχρέωση της πολιτείας προς τους πολίτες.-
***
*Ο κ. Ευάγγελος Στεργιούλης είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και Υποστράτηγος ε.α. της Ελληνικής Αστυνομίας. Υπηρέτησε στην έδρα της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας-Europol, στη Χάγη, και διετέλεσε προϊστάμενος των Εθνικών Υπηρεσιών Interpol και Europol της Ελλάδας. Έχει διδάξει στις Ακαδημίες της Ελληνικής και Κυπριακής Αστυνομίας καθώς και στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου.