Τριμερής πιανιστική πανδαισία για την επαναλειτουργία του Μεγάρου Μουσικής
Οπως και οι υπόλοιποι κλειστοί χώροι εκδηλώσεων το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών άνοιξε ξανά τις αίθουσες του στο κοινή τηρώντας φυσικά όλους τους αναγκαίους για την πανδημία κανονισμούς (περιορισμένη χωρητικότητα και είσοδος μόνο για όσους και όσες έχουν πιστοποιητικό εμβολιασμού ή ασθένησαν πρόσφατα). Το νέα ξεκίνημα του στην ακόμα κόβιντ εποχή έγινε με έναν κύκλο αφιερωμένο στον βασιλιά των οργάνων, το πιάνο, ο οποίος περιλαμβάνει τρεις Piano Masters όπως τους αποκαλεί, δύο άντρες και μία γυναίκα.
Ο Εβγκένι Κισίν (Evgeny Kissin ) είναι ένας διεθνώς καταξιωμένος Ρώσος πιανίστας – αλλά και συνθέτης – που όμως πλέον έχει αρχικά βρετανική και στη συνέχεια επίσης ισραηλινή υπηκοότητα.
Ο Κισίν (που σε λίγες ημέρες θα συμπληρώσει τα πενήντα χρόνια του) υπήρξε «παιδί θαύμα» έχοντας ξεκινήσει τις σπουδές του στο πιάνο σε ηλικία μόλις έξι ετών με την Αννα Πάβλοβα Κάντορ, φημισμένη πιανίστρια και δασκάλα του οργάνου που ήταν και η μοναδική δασκάλα του μέχρι το πέρας των σπουδών του (και στην οποία ήταν αφιερωμένη η συναυλία του καθώς επεβίωσε τον Ιούλιο).
Πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση σε ηλικία δέκα ετών ως σολίστ στο Κονσέρτο για πιάνο σε ρε ελάσσονα του Μότσαρτ, ένα χρόνο αργότερα έδωσε το πρώτο του ρεσιτάλ, στα δώδεκα συμμετείχε για πρώτη φορά σε ηχογράφηση, στα δέκα τέσσερα έπαιξε για πρώτη φορά εκτός της τότε ΕΣΣΔ, σε άλλες χώρες της ανατολικής Ευρώπης, ένα χρόνο μετά περιόδευσε στην Ιαπωνία και στα δέκα έξι έπαιξε και στην δυτική Ευρώπη, στην Γερμανία και στην Αγγλία.
Εχει μια ιδιαίτερα πλούσια διαδρομή με πάρα πολλά ρεσιτάλ σε πολλές χώρες του κόσμου και έχει συνεργαστεί με αρκετές από τις σημαντικότερες ορχήστρες υπό την διεύθυνση ουκ ολίγων σπουδαίων μαέστρων.
Ηταν λοιπόν μια πολύ φυσιολογική επιλογή για την έναρξη του κύκλου Piano Masters του Μεγάρου Μουσικής αφού άλλωστε έχει εμφανιστεί εκεί και στο παρελθόν με πολύ μεγάλη επιτυχία.
Η αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης ήταν γεμάτη για τα νέα δεδομένα της χωρητικότητας της με ένα μεγάλο μέρος του κόσμου να έχει και άλλη σχέση με την μουσική πλην της ακρόασης και έχοντας προσέλθει για να εορτάσει συμβολικά την επαναλειτουργία του ΜΜΑ μετά από ενάμιση χρόνο πανδημίας και συναυλιακής απραξίας.
Αν και αναμφίβολα είναι σολίστ κορυφαίου επιπέδου θα χαρακτήριζα τον Εβγκένι Κισίν «πιανίστα για όλη την οικογένεια» με την έννοια ότι αποφεύγει τα πιο απαιτητικά και λιγότερο γνωστά έργα, όχι φυσικά γιατί δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτά αλλά επειδή προτιμά να εστιάζει στα πιο γνωστά και δημοφιλή στο ευρύτερο και όχι τόσο εξειδικευμένο κοινό.
Ενδεικτικό για αυτό ήταν και το πρόγραμμα του στην εν λόγω συναυλία. Ένα δεύτερο στοιχείο που τον χαρακτηρίζει είναι το έντονο «θεατράλε», τόσο στο ντύσιμο και την συνολική παρουσία του στη σκηνή όσο όμως και στο στυλ του παιξίματος του.
Τρίτο και σημαντικότερο μάλλον είναι ότι ανήκει σε εκείνο το είδος των εκτελεστών/ιών που έχουν διαμορφώσει, συνήθως από πολύ νωρίς, ένα εξαιρετικά προσωπικό και ταυτόχρονα πολύ συγκεκριμένο ύφος στο οποίο έχουν πλέον φτάσει να προσαρμόζουν τα εκάστοτε έργα που ερμηνεύουν αντί να προσπαθούν κάθε φορά να προσεγγίσουν όσο το δυνατόν περισσότερο αυτά και τους δημιουργούς τους.
Αυτό το «παγιωμένο», αμετακίνητο ύφος, εκτός από το να στερεί από έναν σολίστ την αναγκαία κατά τη γνώμη μου δυνατότητα της εξέλιξης, όπως είναι προφανές κάποιες φορές μπορεί να επηρεάσει όχι θετικά το αποτέλεσμα.
Το ξεκίνημα του ρεσιτάλ του Εβγκένι Κισίν με την στην κυριολεξία κλασική Τοκάτα και Φούγκα σε ρε ελάσσονα του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ ήταν θαυμάσιο καθώς απέδωσε τον ακρογωνιαίο λίθο του ρεπερτορίου των πληκτροφόρων οργάνων (ο Μπαχ την συνέθεσε για εκκλησιαστικό όργανο, το φορτεπιάνο, ο πρόγονος του σημερινού πιάνου, είχε μόλις εφευρεθεί) με αρκετά διαφορετικό τρόπο από τον συνηθισμένο για τους/τις περισσότερους/ες ομοτέχνους του. Πιο συγκεκριμένα ξέφυγε σχεδόν εντελώς από την αυστηρότητα της δομής του έργου και αντίστοιχα ανέδειξε πολύ περισσότερο τον μελωδικό και (λιγότερο) αρμονικό πλούτο του με αποτέλεσμα μια αρκετά ανανεωτική και κυρίως πολύ όμορφη εκτέλεση.
Η συνέχεια όμως με την Σονάτα για πιάνο αρ.31 σε λα ύφεση μείζονα του Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν δεν ήταν ανάλογη. Αντίθετα με τον Γίγαντα Μπαχ που πάνω του στηρίχτηκε το οικοδόμημα της κλασικής μουσικής (το οποίο άλλωστε είχε σε πολύ μεγάλο βαθμό σχεδιάσει) και ο οποίος έπαιζε αρκετά όργανα εκτός του βασικού του, του εκκλησιαστικού, ο Τιτάνας της, ο Μπετόβεν, έπαιζε μόνο πιάνο. Δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί δεξιοτέχνης αλλά ήταν αρκετά ικανός ώστε μια περίοδο της ζωής του να επιβιώνει παραδίδοντας μαθήματα σε δεσποινίδες «καλών οικογενειών» ενώ επίσης είχε παίξει ο ίδιος στις παρουσιάσεις κάποιων έργων του που το περιλάμβαναν.
Ηταν φυσικό λοιπόν ο μέγιστος συμφωνιστής να έχει μιαν αδυναμία στο πιάνο και οι σολιστικές συνθέσεις του για αυτό, οι περίφημες Σονάτες του, να είναι εξαιρετικά απαιτητικές για τον/την εκτελεστή/ια και μέχρι σήμερα να θεωρούνται από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για κάθε πιανίστα και πιανίστρια.
Θεωρώ ότι ο Κισίν δεν ανταποκρίθηκε παρά ελάχιστα σε αυτή την πρόκληση καθώς από την – άψογη τεχνικά, περιττό να το αναφέρω – εκτέλεση του έλειπαν τα δύο κυριότερα στοιχεία συνολικά της γραφής του Μπετόβεν και ειδικότερα αυτής της Σονάτας, ο εσωτερικός δυναμισμός και το πάθος το οποίο είναι η κινητήρια δύναμη της μουσικής του και στην κυριολεξία την δονεί.
Ακόμα περισσότερο όμως ίσχυε αυτό για το τελευταίο μέρος της συναυλίας, τις Επτά Μαζούρκες και το Andante spianato και Μεγάλη Πολωνέζα Μπριλάντε του Φρεντερίκ Σοπέν. Πριν από όλα, αντίθετα με τους δύο προηγούμενους τεράστιους συνθέτες, ο Σοπέν ήταν αληθινός βιρτουόζος του πιάνου, με ελάχιστες εξαιρέσεις το σύνολο του έργου του ήταν αποκλειστικά σολιστικές συνθέσεις για αυτό και γραμμένες υπό την συνθήκη ότι ο ίδιος θα ήταν ο πρώτος εκτελεστής τους.
Γνώριζε λοιπόν πάρα πολύ καλά πως να ανταποκριθεί στις εξαιρετικά υψηλές τεχνικές απαιτήσεις τους αλλά και να αποδώσει τις αναρίθμητες λεπτομέρειες τους που αποτελούν δομικό στοιχείο της γραφής του. Το Σοπεν-ικό έργο είναι ένα ολόκληρο και πολύ σημαντικό κεφάλαιο του πιανιστικού ρεπερτορίου. Ο μεγάλος κίνδυνος που ελλοχεύει στην εκτέλεση του είναι ο έμφυτος ρομαντισμός (στην ύστερη φάση άλλωστε της ομώνυμης τάσης ανήκει μουσικολογικά) και η ευαισθησία, κάποιες φορές ακόμα και η τρυφερότητα, του δημιουργού να εκπέσουν σε μια «παθητικότητα» ή και αδιάφορη πλαδαρότητα ή και, ακόμα χειρότερα, να μετατραπούν σε μελοδραματισμό, κάτι που σίγουρα δεν ήταν ποτέ χαρακτηριστικό του.
Ο Κισίν είναι μεν πολύ ταλαντούχος, έμπειρος αλλά και ευφυής για να μην πέσει σε αυτή την παγίδα από την άλλη όμως όχι και αρκετά ευέλικτος – ή και ευαίσθητος…- για να αποδώσει τον τόσο πλούσιο συναισθηματικό κόσμο αλλά και όλες τις μεταπτώσεις του ψυχισμού του Σοπέν. Εμεινε λοιπόν μετέωρος ανάμεσα σε αυτά τα δύο με αποτέλεσμα μια μάλλον «αμήχανη» εκτέλεση που, σε αυτή την περίπτωση, φοβάμαι ότι ούτε η δεξιοτεχνία του κατάφερε να διασώσει.
Η συναυλία λοιπόν του Εβγκένι Κισίν ήταν πάρα πολύ υψηλής βιρτουοζιτέ, όπως και αισθητικής, από την άλλη όμως υστερούσε – παράδοξο αν σκεφτούμε το τόσο χαρακτηριστικό και αναγνωρίσιμο ύφος του – σε προσωπικότητα και κάποιες στιγμές ακόμα και σε συναίσθημα. Ισως να ισχύει πολύ απλά αυτό που λέμε «δεν είναι δυνατόν να θέλεις να ικανοποιήσεις πάντα όλους και όλες»…
Όπως πληροφορήθηκα - καθώς την ίδια ώρα παρακολουθούσα άλλη εκδήλωση σε διαφορετικό χώρο – η Κάτια Μπουνιατισβίλι, με ένα πολύ πιο ποικίλο αλλά και απαιτητικό πρόγραμμα, ήταν εξαίρετη. Αναμένω όμως με πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον τον τρίτο και τελευταίο Piano Master, τον «μετρ» του Σοπεν-ικού έργου Ίβο Πογκορέλιτς.