Ένα βραβείο Νόμπελ για Έλληνα δημοσιογράφο παρακαλώ
Τι ήταν να ακούσει ο άνθρωπος τη νεκρολογία του εν ζωή; Να φαντάζεται τον εαυτό του νεκρό και κάποιοι από πάνω του, να του σέρνουν τα χειρότερα: «Ο έμπορος του θανάτου», ο άνθρωπος που «έγινε πλούσιος βρίσκοντας γρήγορους τρόπους να σκοτώνει μαζικά». Η δημοσιογραφική αυτή γκάφα έγινε αφορμή για τον Άλφρεντ Νόμπελ να ιδρύσει τα βραβεία. Τι είχε συμβεί λοιπόν;
Μια Γαλλική εφημερίδα, αντί για το όνομα του αδερφού του Λούντβιχ που πέθανε, ‘ζωγράφισε’ τον Άλφρεντ Νόμπελ, που ζωντανός ων, ‘τα άκουσε για τα καλά’! Ζώντας με την αγωνία να αποφύγει τη φρικτή κληρονομιά που του επιφύλασσε η πρόωρη νεκρολογία του, αποφάσισε να ιδρύσει τα βραβεία.
Σε μια πρόσφατη συνέντευξη στο Reuters, η μια από τους δυο δημοσιογράφους που μοιράστηκαν το φετινό βραβείο Νόμπελ ειρήνης, χαρακτήρισε το βραβείο της «παγκόσμια αναγνώριση του ρόλου του δημοσιογράφου στην επιδιόρθωση και συγκόλληση του κατακερματισμένου μας κόσμου».
Κάποιος θα έλεγε ότι, και για τον ίδιο τον Άλφρεντ Νόμπελ, τα βραβεία αποτελούν παγκόσμια αναγνώριση του ρόλου του ως υποστηρικτή της αριστείας και της ειρήνης, με μόνιμη επιδιόρθωση της κατακερματισμένης του τότε φήμης.
Πάντως, η απονομή του βραβείου Νόμπελ ειρήνης, στους δημοσιογράφους Maria Ressa και Dmitry Muratov, αποτελεί ηχηρή υπενθύμιση του σημαντικού ρόλου της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας στη δημοκρατία και την ειρήνη. «Αποκάλυψαν με θάρρος τη διαφθορά και την κακή διακυβέρνηση των ηγεσιών στις χώρες τους, Φιλιππίνες και Ρωσία αντίστοιχα, υπερασπίζοντας την ελευθερία του λόγου».
Όπως είπε η πρόεδρος της Νορβηγικής επιτροπής Νόμπελ, Berit Reiss-Andersen, «εκπροσωπούν όλους τους δημοσιογράφους με παρόμοια ιδανικά σε έναν κόσμο όπου η δημοκρατία και η ελευθερία του Τύπου αντιμετωπίζουν αντίξοες συνθήκες».
Ανεξάρτητος Tύπος είναι αυτός που απομακρύνεται από κόμματα και ομάδες συμφερόντων. Το περιεχόμενο αποτελείται από ειδήσεις και αφηγήσεις και πρωταγωνιστής είναι ο ρεπόρτερ [1].
Η Maria Ressa, ‘πρόσωπο της χρονιάς’(2018) από το περιοδικό Time, έχει στοχοποιηθεί λόγω των επικριτικών αναφορών της ειδησεογραφικής της ιστοσελίδας Rappler στον Πρόεδρο Ροντρίγκο Ντουτέρτε, αγκάθι στα πλευρά του σύμφωνα με τους New York Times. Παρά τα 120 χρόνια ύπαρξης των βραβείων, είναι μόνο η 18η φορά που απονέμεται σε γυναίκα.
Ο Dmitry Muratov, ως αρχισυντάκτης της ανεξάρτητης εφημερίδας Novaya Gazeta από το 1995, συνεχίζει να υπερασπίζεται την ελευθερία του λόγου στη Ρωσία παρά τις παρενοχλήσεις, απειλές και τον φόνο έξι δημοσιογράφων της εφημερίδας του.
Αυτή είναι μόνο η δεύτερη φορά που το βραβείο ειρήνης απονέμεται σε δημοσιογράφους. Εντούτοις η συγκυρία είναι ξεχωριστή αφού αυταρχικές κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο, χρησιμοποιώντας τον όρο “fake news”, επιδιώκουν την καταστολή της νόμιμης δημοσιογραφίας με λογοκρισία, εκφοβισμούς, ξυλοδαρμούς δημοσιογράφων και την απαξίωση του Τύπου γενικότερα.
Εδώ και μια δεκαετία, η ψηφιακή έκθεση του ινστιτούτου Reuters του πανεπιστημίου της Οξφόρδης παρουσιάζει την κατάσταση της δημοσιογραφίας σε 46 αγορές από έξι ηπείρους. Χαρακτηριστική είναι η απουσία της Ρωσίας.
Ηέκθεση για το 2021 «ρίχνει φως στα βασικά ζητήματα του κλάδου σε μια περίοδο αβεβαιότητας και αλλαγών», κυρίως στη διάδοση παραπλανητικών ειδήσεων μέσω των κοινωνικών δικτύων. H χρήση τους για ειδήσεις από τους νέους και αυτούς με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης είναι ανησυχητική. Τέλος ‘βλέπει’ να επιταχύνεται μια παγκόσμια τάση για νέα επιχειρηματικά μοντέλα συνδρομητικής δημοσιογραφίας.
Για τις Φιλιππίνες εστιάζει στο «redtagging» (κόκκινη κάρτα), ένα είδος ‘ρετσινιάς’ που η αστυνομία, ο στρατός και τα social media κολλάνε στους δημοσιογράφους ως δήθεν εχθρούς του κράτους. Τον Σεπτέμβριο το Facebook διέκοψε περισσότερους από 100 ψεύτικους λογαριασμούς αστυνομικών και στρατιωτικών λόγω «συντονισμένης, μη αυθεντικής συμπεριφοράς».
«Τα social media είναι οι καταλύτες της καταστροφής της Δημοκρατίας και των γεγονότων. Έχουν γίνει ένα σύστημα τροποποίησης συμπεριφορών και εμείς είμαστε τα σκυλιά του Παβλόφ. Χρησιμοποιούν τις αδυναμίες της ίδιας μας της βιολογίας» δηλώνει η Maria Ressa στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ.
Η ίδια έκθεση(2021) χαρακτηρίζει την αγορά των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα διαδικτυακά κατακερματισμένη, με υψηλά ποσοστά χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για ενημέρωση, την τηλεοπτική αγορά πολωμένη και τον έντυπο κλάδο σε κρίση. Στο πρώτο κύμα του COVID-19, η απόφαση της κυβέρνησης να δαπανήσει 20 εκατομμύρια ευρώ στη διαφημιστική καμπάνια ‘stay at home’ επικρίθηκε έντονα. Η εκστρατεία χρηματοδότησε 1.232 ειδησεογραφικούς οργανισμούς, ανάμεσα στους οποίους και 627 ψηφιακές ειδησεογραφικές ιστοσελίδες, μερικές από τις οποίες δεν είναι νόμιμοι ειδησεογραφικοί οργανισμοί, γράφει η έκθεση. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που το 54% των ερωτηθέντων ήταν αρνητικοί.
Η διαπίστωση ότι οι Έλληνες στρέφονται σε ποικίλες ψηφιακές πηγές αναδεικνύει την περιστασιακή και κατακερματισμένη φύση των ειδήσεων στην Ελλάδα. Ακούγεται σαν τον κόσμο του Rashomon αφού «η αντικειμενική πραγματικότητα των παλαιών μέσων απειλείται από τα νέα μέσα και τις τεχνολογίες, που ευνοούν την ανάδυση της γνώμης σε βάρος του γεγονότος»(1). Η φράση προέρχεται από την ταινία(1950) του Akira Kurosawa όπου τέσσερις διαφορετικοί μάρτυρες περιγράφουν ένα φόνο με τέσσερις αμοιβαία αντιφατικούς τρόπους.
Παρόμοια είναι τα συμπεράσματα για την Ελλάδα της ετήσιας Έκθεσης(2021) του Ιδρύματος Φρίντριχ Νάουμαν για την Ελευθερία (FNF), που αξιολογεί την ελευθερία του Τύπου σε 180 χώρες. Το FNF χαρακτηρίζει την κατάσταση στην Ελλάδα πολύ ανησυχητική.«Η χώρα βρίσκεται στην 70η θέση, υποχωρώντας 5 θέσεις από το 2020». Η έκθεση αναφέρει περιπτώσεις λογοκρισίας στα δημόσια τηλεοπτικά κανάλια και εστιάζει στον αρνητικό ρόλο της Κυβέρνησης που προσπάθησε να ελέγξει τη ροή της πληροφόρησης προσφέροντας στα ΜΜΕ διαφημιστικές επιχορηγήσεις».
Είναι γεγονός ότι τα MME επηρεάστηκαν από την πανδημία. Οι επιχειρήσεις ματαίωσαν την προβολή τους μέσω διαφήμισης, οπότε οι σχετικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 61% το 2020 σε σύγκριση με το 2019. Από την άλλη, ποιος ο ρόλος της διαφήμισης στη διαμόρφωση του προγράμματος των Μέσων; Μήπως οι διαφημιστικές επιταγές καθιερώνουν τη «δικτατορία του μέσου τηλεθεατή» στην ποιότητα των τηλεοπτικών προγραμμάτων;
Τον Μάρτιο του 2021, o πρωθυπουργός χαρακτήρισε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης «απειλή για τη δημοκρατία». «Αυτό, προκάλεσε την αντίδραση της αντιπολίτευσης και των χρηστών που τον κατηγόρησαν ότι προσπάθησε να επικρίνει πύλες πληροφοριών που δεν μπορεί να ελέγξει. Εν τω μεταξύ, ο εγκεκριμένος από το Facebook έλεγχος στοιχείων (fact-checker Ellinika Hoaxes) για την Ελλάδα, προκάλεσε έντονες συζητήσεις τόσο από αριστερά όσο και από δεξιά».
Σύμφωνα με επικριτές της, η ιστοσελίδα δεν πληροί τα κριτήρια για την αντιμετώπιση των αυξανόμενων ψευδών ειδήσεων στη χώρα, καθώς η εταιρία μέχρι το 2019 απασχολούσε μόνο έναν δημοσιογράφο. Επιπλέον επικαλούνται ότι δεν διαθέτει την ίδια τεχνογνωσία και εμπειρία με άλλους συνεργάτες του Facebook όπως το AFP και το Associated Press.» Εντούτοις, πηγές του Facebook ανέφεραν ότι η Ellinika Hoaxes, έχει πιστοποιηθεί μέσω ενός μη κομματικού Διεθνούς Δικτύου Ελέγχου Γεγονότων (IFCN).
Η έντυπη αγορά στην Ελλάδα συνεχίζει τη δραματική της πτώση σύμφωνα με την αντίστοιχη έκθεση του 2019. Παρόλα αυτά, υπάρχουν ακόμη περισσότερες από 20 εθνικές εφημερίδες.
Ως σημείο αναφοράς, το Ηνωμένο Βασίλειο, μια χώρα έξι φορές μεγαλύτερη, έχει τον μισό αριθμό εθνικών εφημερίδων. Η πληθώρα των ειδησεογραφικών πηγών στην Ελλάδα μπορεί να εξηγηθεί από τις προσπάθειες ορισμένων επιχειρηματιών να επηρεάσουν την πολιτική ατζέντα ή να κερδίσουν έσοδα από την κρατική διαφήμιση.
Τον Μάιο του 2019 η προηγούμενη κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα στηρίξει τοπικές και περιφερειακές εφημερίδες με 16 εκατ. ευρώ τα επόμενα τέσσερα χρόνια, ενώ θα ακολουθούσε ανάλογο πακέτο για τις εθνικές εφημερίδες. Εντούτοις, η τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ως αντιπολίτευση σήμερα, κατηγορεί την Κυβέρνηση για διαφημιστικές επιχορηγήσεις στα ΜΜΕ. Το ίδιο και οι αντιπολιτευόμενες εφημερίδες.
Εδώ κολλάει αυτό που είχε πει ο George Orwell: «Δημοσιογραφία είναι να δημοσιεύεται κάτι που κάποιος άλλος δεν θέλει να δημοσιευτεί: όλα τα άλλα είναι δημόσιες σχέσεις».
Πάντως δεξιοί και αριστεροί σχολιαστές βρίσκουν ύποπτη αυτή τη γενναιοδωρία από όποια πλευρά και αν προέρχεται.
Όταν κάτι αντίστοιχο έγινε στη Γαλλία, το 2009, «ορισμένοι αναρωτήθηκαν μήπως αυτό το κρατικό μάννα εξ’ ουρανού δεν είναι παρά «ένας κατακλυσμός χρημάτων που θα πέσει επάνω στην ευσυνειδησία των δημοσιογράφων».
Σύμφωνα με έρευνα τηςδιανέοσις στην Ελλάδα(σ.45) «το 63,4% των χρηστών του διαδικτύου το χρησιμοποιούν για την αναζήτηση ειδήσεων αλλά μόνο το 28% των Ελλήνων χρηστών ψάχνει ειδήσεις απευθείας από τις ιστοσελίδες των ίδιων των ΜΜΕ. Οι περισσότεροι καταλήγουν κάπου μέσω μηχανών αναζήτησης, ή στα κοινωνικά δίκτυα. Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι «οι αλγόριθμοι των social media περιορίζουν την έκθεση σε ειδήσεις που δεν ανταποκρίνονται στις πεποιθήσεις των ανθρώπων, αυξάνοντας έτσι την ‘τοξική’, συναισθηματική και πολιτική πόλωση».
Προφανώς πρόκειται για ένα επικοινωνιακό περιβάλλον «φούσκας». «Σε ένα τέτοιο περιβάλλον ακούω μόνο τη δική μου φωνή και τη φωνή των ομοίων μου, πιστεύω αυτό που θέλω να πιστέψω ..ακόμη και αν αυτά που υποστηρίζω έχουν καταρριφθεί, έχουν αποδειχτεί ανυπόστατα ή δεν τεκμηριώνονται. Στη φούσκα στηρίζεται σήμερα, σε μεγάλο βαθμό, η πολιτική επικοινωνία και η προπαγάνδα εναντίον αντιπάλων.
Σχετίζεται με τον τρόπο που μαθαίνουμε ειδήσεις και στην τεράστια διασπορά των πηγών, εντός και εκτός εισαγωγικών. Σε αυτή τη διαδικασία, καταλυτικό ρόλο παίζουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σε αυτά, η είδηση είναι ένα είδος εξαιρετικά πορώδες: δεν υπάρχουν διακριτά όρια μεταξύ είδησης, σχολίου, φήμης, γνώμης, επιθυμίας, ανεκδότου, ενώ οι όροι επίτηδες συσκοτίζονται»(1).
Με βάση τις εκθέσεις των τελευταίων ετών του Ινστιτούτου Reuters, του FNF, και της διανέοσις προκύπτει το συμπέρασμα ότι η Ελλάδα διανύει μια περίοδο επικοινωνιακής φούσκας.
«Σήμερα η επιχειρηματικότητα στον χώρο του Τύπου πάσχει πολλαπλώς. Βασικό στοιχείο είναι η εξάρτησή της από την κρατική διαφήμιση. Όμως η αρχή της αντικειμενικότητας στηρίζεται στην (οικονομική) ανεξαρτησία του Τύπου. Χωρίς αυτήν όλα πάνε περίπατο. Άλλες εγγενείς αμαρτίες είναι ότι η δημοσιογραφία της επικοινωνίας μετατρέπει τον δημοσιογράφο σε εκπρόσωπο συμφερόντων, ή τον ταυτίζει με μία και μοναδική πηγή».
Με όλη αυτή την αλυσίδα συμφερόντων και την οικονομική εξάρτηση εύλογα μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι ‘όποιος βγαίνει από το μαντρί τον τρώει ο λύκος’. Άλλωστε στην Ελλάδα δεν υπάρχει ακόμη η κουλτούρα αγοράς διαδικτυακών ειδήσεων (Pay for online news) με εξαίρεση ελάχιστα εξειδικευμένα ή ανεξάρτητα μέσα που λειτουργούν αυτόνομα.
Πώς λοιπόν, μέσα από ένα τέτοιο πλαίσιο, θα ξεπεταχτούν ανεξάρτητες φωνές που, αν χρειαστεί, θα επιμείνουν σε αποκαλύψεις σαν αυτές των Μαρία Ρέσσα και Dmitry Muratov που ανέδειξαν τη διαφθορά των συστημάτων στις χώρες τους;
Όταν πρόσφατα το FNF, έκανε μια πανελλαδική δημοσκόπηση, το 67% των ερωτηθέντων απάντησε ότι τα ελληνικά μέσα αναμεταδίδουν ψευδείς (μη έγκυρες) ειδήσεις. Επομένως μιλάμε για κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών.
Ελάχιστοι είναι οι δημοσιογράφοι που σε ατομικό επίπεδο δεν κάνουν εκπτώσεις στο επάγγελμά τους, αποφεύγοντας το κιτρίνισμα ή προχωρούν σε αποκαλύψεις με κίνδυνο της ζωής τους.
Τώρα τι φταίει που Έλληνες δημοσιογράφοι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν εμφανίζονται πουθενά σε λίστες βραβείων; Η κυβέρνηση; οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί; οι ίδιοι; ή μια αψεγάδιαστη Δημοκρατία;
Αν ήταν στο χέρι μου να αποφασίσω αν πρέπει να έχουμε κυβέρνηση χωρίς εφημερίδες ή εφημερίδες χωρίς κυβέρνηση, θα προτιμούσα το δεύτερο εφόσον θα τις διάβαζαν όλοι (Thomas Jefferson).
Και ας πούμε ότι ένα Νόμπελ είναι άπιαστο όνειρο για δημοσιογράφους. Άλλωστε μόνο δύο βραβεία είχαν δοθεί μέχρι χτες. Υπάρχουν όμως και τα βραβεία Pulitzer που απονέμονται ετησίως από το 1917.
Ο θεσμός καθιερώθηκε από τον Τζόζεφ Πούλιτζερ, έναν μεγιστάνα εκδότη εφημερίδων, ως αναγνώριση της δημοσιογραφικής αριστείας που είτε θέτει υπόλογους ισχυρούς ανθρώπους, επιχειρήσεις και ιδρύματα, ή ανοίγει δρόμους για νέες πολιτικές και νόμους, ή σώσει ζωές. Ταλαιπωρεί τους άνετους και παρηγορεί τους ταλαιπωρημένους.
Ο ίδιος είχε πει ότι «Το χρήμα είναι η μεγάλη δύναμη σήμερα. Οι άντρες πουλάνε την ψυχή τους γι′ αυτό. Οι γυναίκες πουλάνε το σώμα τους. Άλλοι το λατρεύουν. Η χρηματική δύναμη έχει μεγαλώσει τόσο πολύ που το ζήτημα είναι αν ο επιχειρηματικός κόσμος θα κυβερνήσει (μια) τη χώρα ή η χώρα θα ξανακυβερνήσει τις επιχειρήσεις».
Υπάρχει ‘μυστική συνταγή’ για να κερδίσει κάποιος ένα Πούλιτζερ; Τι λένε κάποιοι βραβευμένοι δημοσιογράφοι;
«Χρειάζεσαι ανώμαλη περιέργεια και επιμονή. Με αυτά μπορείς να κάνεις υπέροχη δημοσιογραφία. Αν όχι, κανένα μάθημα δημοσιογραφίας δεν θα σε βοηθήσει».
«Βασικά χάνεις τον εαυτό σου. Παίρνεις μια βαθιά ανάσα και βουλιάζεις μέσα του. Η ιστορία γίνεται εσύ». «Σου παίρνει λίγη από την ψυχή σου. Σκέφτεσαι συνεχώς την ιστορία: Πώς μπορώ να ενώσω τα κομμάτια του παζλ;»
«Βασιστείτε στους συναδέλφους. Το βάρος αυτής της δημοσιογραφικής προσέγγισης είναι τέτοιο που χρειάζεστε κάποιον να το μοιραστείτε. Πολλές από τις ιστορίες που ακούμε είναι απίστευτα ανησυχητικές και δεν θα θέλατε να τις κουβαλήσετε μόνοι σας».
«Ρισκάρω πολύ τη ζωή μου κάνοντας αυτή τη δουλειά. Δεν είναι για τη δόξα, αν και αυτό είναι ωραίο. Θέλω να βοηθήσω ανθρώπους που βιώνουν πείνα, κακοποίηση ή προσβολές».
«Σταματήστε έστω και για μια στιγμή. Κοιτάξτε ψηλά έξω από το τούνελ. Αναπνεύστε. Αρχίστε να δημιουργείτε ανοιχτό χώρο για να θυμάστε ποιος είστε, τι είναι σημαντικό για εσάς και πού θέλετε να πάτε αντί να αγωνίζεστε μέσα στο σκοτάδι, χωρίς να πηγαίνετε πουθενά».
«Προσπαθώ να δώσω μια μη συναισθηματική, αυστηρή περιγραφή του τρόπου με τον οποίο η κυβερνητική πολιτική ή οι δυνάμεις της αγοράς επηρεάζουν ανθρώπινες ζωές και προοπτικές». «Το να δίνεις φωνή στους άφωνους» είναι σημαντικό. Το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ η έλλειψη ‘φωνών’ αλλά ‘αυτιών’. Το παράπλευρο κόστος του να είσαι εγκληματίας, παχύσαρκος, εθισμένος, αναλφάβητος ή άστεγος είναι κατά πόσο γίνεσαι πιστευτός».
«Τι πρέπει λοιπόν να κάνει ένας ρεπόρτερ μπροστά σε μια δυσάρεστη κατάσταση; Να μιλάει μόνο με όσους έχουν καλά δόντια και καθαρά ούρα;» ρωτάει η βραβευμένη με Πούλιτζερ, Katherine Boo, στο “On Not ’Giving Voice to the Voiceless”.
Στην Ελλάδα σπάνια παίρνουμε τέτοια μαθήματα.
Τον Δεκέμβριο του 2015, οΓιάννης Μπεχράκηςκαι η ομάδα φωτογράφων του Reuters τιμήθηκαν με το Βραβείο Πούλιτζερ για την κάλυψη της προσφυγικής κρίσης στη Μεσόγειο. «Η αποστολή μου είναι να αφηγηθώ την ιστορία, έτσι ώστε να μπορείτε να αποφασίσετε μόνοι σας τι θα την κάνετε. Να βεβαιωθώ ότι κανείς δεν θα μπορεί να πει «δεν ήξερα», είπε στην τελετή απονομής του βραβείου. «Ο Γιάννης ήταν ο δάσκαλός μας και παραμένει σημείο αναφοράς σε παγκόσμιο επίπεδο» δήλωσε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ο επίσης βραβευμένος με Πούλιτζερ Άλκης Κωνσταντινίδης που είχε κερδίσει το βραβείο μαζί με τον Μπεχράκη το 2016 και ξανακέρδισε Πούλιτζερ το 2019, με άλλη ομάδα,.
Που είναι όμως τα βραβεία και για άλλα μεγάλα ζητήματα που απασχόλησαν τη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες; Η Ελλάδα έχει βιώσει δικτατορίες, οικονομική κρίση, σκάνδαλα, εξωτερικές απειλές, μνημόνια, και πρόσφατα την πανδημία Covid-19. Πολλοί δημοσιογράφοι διαφώνησαν στη λογοκρισία, αντέδρασαν ή υπέστησαν διώξεις. Μήπως όμως δεν τόλμησαν να βάλουν το μαχαίρι στο κόκαλο με αποτέλεσμα να χαθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών που έφτασαν σήμερα να ψαρεύουν ακόμη και στα ‘σκουπίδια’ του διαδικτύου για ειδήσεις;
Μήπως πλέον η δημοσιογραφία έχει βρει την ενδιάμεση λύση, αυτή μιας αναπαυτικής ζώνης (comfort zone), και της περισσεύουν τα βραβεία; Ή το μοντέλο που υιοθετείται είναι απλά αυτό που κάποιος ανώνυμος χαριτωμένα περιέγραψε ως εξής: «Η είδηση πρέπει να είναι σαν μίνι φούστα πάνω σε μια όμορφη γυναίκα: τόσο μακριά ώστε να καλύπτει το θέμα και ταυτόχρονα αρκετά κοντή για να το κάνει να φαίνεται ενδιαφέρον».
Καθοριστικό βήμα για την αλήθεια και την ενημέρωση των πολιτών δεν είναι η ουδετερότητα αλλά η ανεξαρτησία λέει η Margaret Gallagher. Δεν είναι δυνατό να είσαι έντιμος δημοσιογράφος και να μένεις προσηλωμένος σε άτομα, πολιτικά κόμματα, ή να λειτουργείς σαν γραφείο τύπου μιας κυβέρνησης ή μιας ομάδας επιρροής.
«Η δημοσιογραφία πρέπει να ενισχυθεί, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών ειδήσεων, ώστε οι δημοσιογράφοι να αρνούνται το πληρωμένο περιεχόμενο και να απωθούν τις δημόσιες σχέσεις. Νέα μοντέλα χρηματοδότησης χρειάζονται, που θα ενισχύσουν τα μικρότερα και ανεξάρτητα μέσα». Ίσως μπορούμε να βοηθήσουμε όλοι πληρώνοντας για τη δημοσιογραφία που εκτιμούμε.
«Η ελεύθερη, ανεξάρτητη και βασισμένη σε γεγονότα (fact-based) δημοσιογραφία στέκεται απέναντι στην κατάχρηση εξουσίας, τα ψέματα και την πολεμική προπαγάνδα». Το φετινό μήνυμα της επιτροπής Νόμπελ είναι μια πρόκληση για νέους δημοσιογράφους και το ρόλο τους για τη δημοκρατία και την ειρήνη!
(1)Νίκος Μπακουνάκης,(2014),Δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ, εκδ.ΠΟΛΙΣ.
(2)Νίκος Μπακουνάκης, (2021),Όταν έπεσα στο μελανοδοχείο, εκδ.ΠΟΛΙΣ.