Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός ως κοινωνική ευθύνη
Πολύ μελάνι έχει χυθεί για το θέμα του εμβολιασμού τους τελευταίους μήνες. Η υποχρεωτικότητα ήταν ανέκαθεν μία λέξη με ιδιαίτερο «βάρος» στο ζύγι του πολιτικού κόστους. Βεβαίως η δημόσια υγεία αποτελεί σταθερά ένα πεδίο στο οποίο δεν μπορεί να γίνεται ανεκτή η παραμικρή έκπτωση. Φαίνεται πως και στην προκειμένη περίπτωση, καίτοι καθυστερημένα, η λογική οδήγησε στη λήψη μίας σημαντικής απόφασης.
Από την αρχή της πανδημίας λαμβάνονται και εφαρμόζονται μέτρα περιορισμού στην ελευθερία των πολιτών με σκοπό την παρεμπόδιση της μετάδοσης του κορωνοϊού. Τα μέτρα αυτά άλλοτε είχαν αποτέλεσμα και άλλοτε όχι. Κοινό μυστικό αποτελεί πια η προσπάθεια της πολιτείας να… εφεύρει λύσεις και μέτρα όταν τα προηγούμενα δεν επαρκούσαν.
Ήδη από νωρίς – και πάντως από τους πρώτους μήνες κυκλοφορίας των εγκεκριμένων εμβολίων – ακούγονταν φωνές για την ανάγκη επιβολής υποχρεωτικού εμβολιασμού.
Οι πιο συντηρητικοί υποστήριζαν την οριζόντια επιβολή του μέτρου. Άλλοι ισχυρίζονταν ότι ο εμβολιασμός θα έπρεπε να γίνει υποχρεωτικός τουλάχιστον για συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού (βλ. υγειονομικούς και εργαζόμενους σε χώρους φροντίδας ηλικιωμένων).
Με καθυστέρηση ελήφθη τελικά μία σχετική απόφαση στο τέλος του φετινού καλοκαιριού. Ήταν ένα πρώτο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Κάπου εδώ όμως ξεκινά η μεγάλη συζήτηση σχετικά με την ατομική ευθύνη στο πλαίσιο του κοινωνικού συνόλου.
Αβίαστα τίθεται το εύλογο ερώτημα: Γιατί έπρεπε να φτάσουμε στην επιβολή; Γιατί έπρεπε να φτάσουμε στη «σύγκρουση» ατομικής ελευθερίας και προστασίας της δημόσιας υγείας; Πού ξεκινά και πού τελειώνει ο ρόλος του πολίτη;
Μήπως ήρθε η στιγμή να θυμηθούμε ξανά τη διαφορά των όρων «πολίτης» και «ιδιώτης», όπως την είχαν προσδιοριστεί στην αρχαία Αθήνα; Πολίτης ήταν εκείνος που μετείχε πλήρως της πολιτικής ζωής, απολαμβάνοντας τα δικαιώματα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι και καταβάλλοντας, παράλληλα, φόρους στο κράτος. Ιδιώτης ήταν εκείνος που δεν μετείχε της πολιτικής ζωής, αδιαφορώντας για τα κοινά και εξ αυτού του λόγου θεωρείτο σχεδόν περιθωριακός. Η σύγχρονη δε αγγλική χρήση της λέξης καθόλου τυχαία δεν πρέπει να θεωρείται.
Επί μήνες τα ποσοστά εμβολιασμένων συμπολιτών μας κινούνται στην περιοχή μεταξύ 60% και 70%. Αρκετά μικρό ποσοστό για να δημιουργηθεί η λεγόμενη «συλλογική ανοσία», όπως την έχουν χαρακτηρίσει οι ειδικοί. Το χειρότερο όμως είναι ότι όσο περνά ο καιρός τόσο βαθαίνει το χάσμα μεταξύ αρνητών και όλων των υπολοίπων.
Φτάσαμε έτσι στην απόφαση υποχρεωτικού εμβολιασμού για όλους τους πολίτες που είναι άνω των 60 ετών, επί ποινή χρηματικού προστίμου για όσους δεν εμβολιαστούν.
Κρίσιμο είναι η τελευταία αυτή προσπάθεια προσέλκυσης ανθρώπων στη λύση του εμβολίου να συγκεντρώσει τη μεγαλύτερη δυνατή αποδοχή. Την ίδια στιγμή όμως, ένα συγκεκριμένο σύνολο ανθρώπων αρνείται πεισματικά να εμβολιαστεί και εξακολουθεί να διαδίδει θεωρίες συνωμοσίας, να θεωρεί τον ιό ως «απλή γρίπη» και να αδιαφορεί για όλη την υπόλοιπη κοινωνία.
Αυτό το σύνολο πρέπει να στοχεύσει η υποχρεωτικότητα,ειδικά όταν πρόκειται για ανθρώπους που εργάζονται σε νευραλγικούς τομείς της δημόσιας διοίκησης (βλ. μέσα μαζικής μεταφοράς, ένοπλες δυνάμεις, σώματα ασφαλείας κ.ά.) και είναι άνω των 60 ετών.
Από καιρό έχουμε όλοι καταλάβει ότι η πανδημία ήρθε για να μείνει, αφού κατέστρεψε οικονομίες, κοινωνίες και ζωές. Οι περισσότεροι έχουμε επίσης αντιληφθεί ότι η μοναδική λύση και έξοδος από τη στενωπό είναι ο εμβολιασμός.
Η λύση των αλλεπάλληλων κλεισιμάτων είχε εξαντλήσει εδώ και μήνες τα όρια όλων και η αποτελεσματικότητα μέτρων περιορισμού της κίνησης των πολιτών ήταν μηδαμινή.
Σε μία χώρα όπως η Ελλάδα όπου ο τουρισμός συνιστά κεντρικό αναπτυξιακό κλάδο και το 2022 αναμένεται με πολύ θετικούς οιωνούς ένα lockdown τύπου Αυστρίας τη δεδομένη στιγμή θα έστελνε παντού αρνητικά μηνύματα και την ίδια ώρα θα απέφερε μάλλον πενιχρά αποτελέσματα, όπως και τα προηγούμενα.
Έτσι αποφασίστηκε η περαιτέρω «κινητροδότηση» για εμβολιασμό των ανθρώπων που είναι περισσότερο ευάλωτοι. Κατά τον γράφοντα, ωστόσο, η υποχρεωτικότητα αυτή θα έπρεπε να επεκταθεί στο σύνολο του πληθυσμού.
Όπως σε κάθε μάχη, έτσι και στη συγκεκριμένη η νίκη έρχεται μόνον όταν το ατομικό υποχωρεί μπροστά στο συλλογικό. Η κοινωνική ευθύνη καθενός από εμάς έγκειται στην απλή κίνηση του εμβολιασμού, που διαρκεί δευτερόλεπτα αλλά σώζει από… ώρες και μέρες στην εντατική, στην «καλύτερη» περίπτωση.
Και καθώς προσπαθούμε να βάλουμε ένα τέλος σε όλο αυτό τον εφιάλτη, ας θυμηθούμε τον μεγάλο Σουν Τζου και την «Τέχνη του Πολέμου»: «Αυτό που είναι ζωτικής σημασίας στον πόλεμο είναι η νίκη, όχι οι παρατεταμένες πολεμικές επιχειρήσεις».