Το «Philip Glass Ensemble» στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος
Μια πολύ ευχάριστη έκπληξη στη συναυλιακή πραγματικότητα της Αθήνας που - παρά τις τόσο δυσμενείς συνθήκες της πανδημίας - επιμένει στην επάνοδο της, η μία και μοναδική εμφάνιση του The Philip Glass Ensemble στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
Ο ογδοντατετράχρονος πλέον Philip Glass συναποτελεί μαζί με τους Steve Reich και Terry Riley την κορυφαία τριάδα των Αμερικανών μινιμαλιστών, των εκπροσώπων δηλαδή του ρεύματος που κυριάρχησε στη σύγχρονη μουσική για πολλά χρόνια λίγο πριν το τέλος του εικοστού αιώνα και εξακολουθεί να επηρεάζει τις εξελίξεις της μέχρι σήμερα.
Σχεδόν εξαρχής μόνιμο χαρακτηριστικό της μουσικής του Philip Glass ήταν οι σχεδόν cinematic ατμόσφαιρες της και για αυτό, σε αντίθεση με τους άλλους δύο σπουδαίους μινιμαλιστές, έχει ασχοληθεί αρκετά – και με αξιοσημείωτη επιτυχία – με την κινηματογραφική μουσική.
Από νωρίς σχημάτισε το σύνολο που φέρει το όνομα του ώστε να είναι σίγουρος ότι τα έργα του θα παίζονταν, τόσο στις ηχογραφήσεις όσο και ζωντανά, έτσι ακριβώς όπως τα ήθελε.
Το The Philip Glass Ensemble στο πέρασμα του χρόνου μετατράπηκε σε μια αρκετά πολυμελή ορχήστρα και έχει εμφανιστεί και στο παρελθόν στην Ελλάδα με μεγάλη επιτυχία.
Εχουν περάσει όμως αρκετά χρόνια από την τελευταία συναυλία τους εδώ και έτσι αυτή η βραδιά η οποία διοργανώθηκε και πραγματοποιήθηκε στο ΚΠΙΣΝ ήταν σαν…χριστουγεννιάτικο δώρο για τους φίλους και τις φίλες της μουσικής του Philip Glass που σχεδόν γέμισαν (με τις νέες συνθήκες χωρητικότητας τις οποίες επιβάλλει η πανδημία) την αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, δηλαδή την κεντρική σκηνή της ΕΛΣ.
Τα τελευταία χρόνια, λόγω ηλικίας προφανώς, ο Philip Glass δεν συμμετέχει στις συναυλίες του Συνόλου του, ειδικά εκτός Αμερικής και ένα παραπάνω μάλιστα από τότε που ξέσπασε η πανδημία. Οι επί πολλά χρόνια συνεργάτες και συνεργάτιδες του μουσικοί όμως γνωρίζουν πια τόσο καλά τα έργα του ώστε τηρούν όχι μόνο το πνεύμα αλλά ακόμα και το γράμμα τους σαν να ήταν ο ίδιος παρών, υπό μια έννοια ίσως και να είναι πάντα ωσεί παρών και να τους καθοδηγεί.
Όπως και αν έχει – και επειδή και αυτούς/ές τους επηρεάζουν φυσικά οι συνθήκες της πανδημίας – η σύνθεση του The Philip Glass Ensemble αυτή τη φορά ήταν πιο ολιγομελής από κάθε προηγούμενη, μόλις έξι μουσικοί στη σκηνή. Όπως αποδείχθηκε όμως ήταν υπερ-αρκετοί, οι εκτελέσεις των έργων του δημιουργού δεν υστερούσαν ούτε στο ελάχιστο από τις ηχογραφημένες εκδοχές τους.
Αυτό κατέστη δυνατό χάρη όχι μόνο στην υψηλότατη δεξιοτεχνία τους αλλά κυρίως λόγω της πολύ καλής οργάνωσης της συναυλίας και της υποδειγματικής αξιοποίησης της σύγχρονης τεχνολογίας. Καταρχήν δεν ήταν καθόλου συμπτωματικό το ότι επισήμως η σύνθεση του TPGE για αυτή τη συναυλία ήταν οκταμελής καθώς δύο ηχολήπτες, ένας για την αίθουσα και άλλος ένας για τον ήχο στη σκηνή, περιλαμβάνονταν στα μέλη του.
Πέρα από αυτό το κυριότερο ενορχηστρωτικό στοιχείο της μουσικής του Glass κατά κανόνα είναι τα έγχορδα, υπήρχαν εποχές που το TPGE απαριθμούσε περισσότερα από τριάντα μέλη και τα μισά και περισσότερα από αυτά ήταν εκτελεστές/ιες εγχόρδων.
Αυτή τη φορά όμως στη σκηνή δεν υπήρχε ούτε ένα έγχορδο αλλά ο ήχος τους κυριαρχούσε όπως και κάθε άλλη. Πώς συνέβη αυτό; Με το να αποδώσουν τα μέρη τους, με τη μορφή κυρίως samples και λιγότερο ήχων από synthesizers, οι δύο μουσικοί και η μία μουσικός που έπαιζαν keyboards. Η άψογη χρήση της τεχνολογίας και οι άριστοι ηχολήπτες διασφάλιζαν ότι η αίσθηση που είχες ήταν απολύτως «φυσική», αληθινών εγχόρδων, επίτευγμα πολύ πιο δύσκολο από όσο μπορεί να φαίνεται και για αυτό ελάχιστοι/ες το αποτολμούν.
Αναμφίβολα δύο είναι οι κεντρικές φυσιογνωμίες του TPGE σε αυτή τη φάση του. Για τον έναν βέβαια αυτό ισχύει εδώ και δεκαετίες καθώς ο πιανίστας και κιμπορντίστας (και συνθέτης επίσης, αξίζει να σημειωθεί) Michael Riesman είναι κυριολεκτικά το «δεξί χέρι» του Glass, διευθύνει μόνιμα το TPGE και είναι ο μαέστρος σε όλες τις ηχογραφήσεις των soundtracks που έχει γράψει ο δημιουργός.
Στην περίπτωση όμως της Lisa Bielawa, μοναδικού γυναικείου μέλους της τωρινής εκδοχής του TPGE, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Η εμφάνιση, το ντύσιμο, το στιλ, ακόμα και το ύφος της είναι μιας δασκάλας μουσικής, αν όχι και…δημοτικού σχολείου!
Τα φαινόμενα όμως δεν θα μπορούσε να απατούν περισσότερο σε αυτή την περίπτωση καθώς η εν λόγω κυρία, κόρη πανεπιστημιακού καθηγητή μουσικής, βραβευμένη συνθέτρια αλλά και πτυχιούχος φιλολογίας του Γέιλ, είναι μια μουσικός σπανίου μεγέθους. Το καταλαβαίνεις από την στιγμή που θα ανοίξει το στόμα της μπροστά στο μικρόφωνο, μια κυριολεκτικά υπερβατική δεξιοτεχνία σε συνδυασμό με μια απίστευτη τελειότητα και ακρίβεια (δεν μπορούσες παρά να υποκλιθείς σε ένα σημείο που τραγουδούσε τα…ονόματα των νοτών της σύνθεσης!) οι οποίες την καθιστούν ικανή να αναπληρώνει μόνη της ολόκληρες χορωδίες που συχνά δεν συμμετέχουν απλά αλλά «πρωταγωνιστούν» στα έργα του Glass.
Ταυτόχρονα συμμετείχε εκτελεστικά παίζοντας keyboards και είναι πραγματικά ιδανική με αυτή την ιδιότητα της για την συγκεκριμένη σύνθεση του TPGE καθώς, εκτός από πιάνο, έχει επίσης σπουδάσει βιολί.
Οι υπόλοιποι μουσικοί είναι ένας ακόμα άριστος κιμπορντίστας και τρεις στα πνευστά (αντίστοιχα σαξοφωνίστας, σαξοφωνίστας/φλαουτίστας και φλαουτίστας/σαξοφωνίστας).
Ο ρόλος των τελευταίων είναι από λίγο μέχρι πολύ ιδιόμορφος καθώς λειτουργούν αντισικτικά, αντίθετα ή και «κόντρα» ακόμα στα μελωδικά μέρη των συνθέσεων που αποδίδονται από τα πιάνο, τα υπόλοιπα keyboards και φυσικά τα – έστω και sampled – έγχορδα ενώ σε κάποια σημεία «παρεμβαίνουν» ανατρεπτικά.
Δίνουν το πιο καινοτόμο, ίσως και πρωτοποριακό ακόμα στοιχείο στο κάπως «ακαδημαϊκό» ύφος που έχει αποκτήσει στο πέρασμα του χρόνου – ή ίσως έτσι να μας φαίνεται πια…- η μουσική του Glass.
Αυτοί οι οκτώ άνθρωποι λοιπόν, έξι επί σκηνής και δύο εκτός αυτής, πραγματοποίησαν μία από τις καλύτερες συναυλίες που έχω παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια, μη συμπεριλαμβάνοντας τα περίπου δύο της πανδημίας. Επίκεντρο της ήταν το «Music in Eight Parts» του 1970, ένα έργο που ο Glass - ο οποίος τότε προσπαθούσε ακόμα να καθιερωθεί - είχε πουλήσει λόγω χρεών και για μεγάλο διάστημα εθεωρείτο χαμένο.
Πριν όμως από αυτό παίχτηκαν τέσσερα αποσπάσματα από το αριστουργηματικό «Glassworks» του 1981 και ήδη από το σολιστικό πιανιστικό κομψοτέχνημα «Opening» που απέδωσε αριστοτεχνικά ο Michael Riesman καταλάβαινες πολύ καλά γιατί ο συνθέτης ουσιαστικά έδωσε για τίτλο σε αυτό το έργο το ίδιο του το επώνυμο.
Ακολούθησε το «Music in Eight Parts» στην ολοκληρία του, έργο σημαδιακό για την διαδρομή του Glass καθώς σε αυτό φάνηκαν για πρώτη φορά τόσο καθαρά τα ατέρμονα γκλισάντι των εγχόρδων με απειροελάχιστες ρυθμικές εναλλαγές που δημιουργούν ένα υπνωτιστικό και εντέλει ονειρικό, σχεδόν trance κλίμα το οποίο θα γινόταν το «σήμα κατατεθέν» του στη συνέχεια.
Μετά από ένα σύντομο διάλειμμα στο δεύτερο μέρος παίχτηκε ένα απόσπασμα από το «Einstein On The Beach», της γνωστότερης, πιο χαρακτηριστικής και πιθανότατα καλύτερης όπερας του Glass και άλλο ένα από το «Satyagraha», επίσης όπερας με θέμα την ζωή του Ματάχμα Γκάντι, δύο κομβικών σταθμών της εξέλιξης που από το «Music in Eight Parts» οδήγησε στην εκθαμβωτική ωριμότητα του «Glassworks».
Τέλος ολόκληρη η τρίτη πράξη της εξαίρετης όπερας «The Photographer» του 1982 ήταν μια πολύ καλή γεύση από το πρώτο δείγμα του πως ο δημιουργός άρχισε να τελειοποιεί το οριστικό πλέον ύφος του.
Φεύγοντας από το κτίριο της ΕΛΣ και το ΚΠΙΣΝ δεν μπόρεσα να μην σκεφτώ και να μην θαυμάσω για ακόμα μια φορά το πως ο Philip Glass με πολύτιμο εκφραστικό μέσο του το TPGE κατόρθωσε να δημιουργήσει μια τόσο λιτή γραφή, με τις πολύ λίγες νότες στα τόσο «πυκνά» όμως θέματα του και με την χαρακτηριστική επαναληπτικότητα τους, η οποία άρθρωσε εντέλει μια προσωπικότατη και εντελώς νέα μουσική γλώσσα τόσο πλούσια σε περιεχόμενο, ουσία, γνήσια ομορφιά και αξία.
Είναι η πάρα πολύ σημαντική συνεισφορά του στη σύγχρονη μουσική που πραγματικά του οφείλει πολλά περισσότερα από όσα εκείνος σε αυτήν.