«Οι Καταρράκτες» του Ίαν Ράνκιν: Η αναβίωση του κακού στη βαριά γοτθική σκιά του Εδιμβούργου
Μια φοιτήτρια αγνοείται στο Εδιμβούργο. Δεν πρόκειται για οποιαδήποτε φοιτήτρια, αλλά για την κόρη ενός µεγαλοτραπεζίτη.
Δεν υπάρχει σχεδόν κανένα στοιχείο να οδηγήσει τις έρευνες πέρα από το αλάνθαστο ένστικτο του επιθεωρητή Ρέµπους που του λέει ότι δεν πρόκειται για µια απλή εξαφάνιση.
Ψάχνοντας τα e-mail της η αστυνοµία θα ανακαλύψει ότι το θύµα ζούσε µια κρυφή ζωή και επικοινωνούσε µε τον µυστηριώδη Quizmaster που αρέσκεται να επινοεί µακάβριους γρίφους.
Και κάπου εδώ μπαίνει κι ένα στοιχείο -μια ξύλινη κούκλα μέσα σε ένα μικρό φέρετρο-που συνδέει την εξαφάνιση της κοπέλας µε τους θανάτους τεσσάρων γυναικών και µε φριχτές δολοφονίες που συνέβησαν στο Εδιµβούργο τη δεκαετία του 1820 και ακόµη στοιχειώνουν την πόλη.
«Οι Καταρράκτες», η 12η περιπέτεια του διάσημου επιθεωρητή Ρέµπους -ο πολυβραβευμένος μπεστσελερίστας Ίαν Ράνκιν οφείλει την καθιέρωση του στον διάσημο αντιήρωά του- κυκλοφόρησε πρώτη φορά στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχµιο το 2002. Στα είκοσι χρόνια που µεσολάβησαν, επανεκδόθηκε τέσσερις φορές, ενώ ακολούθησαν τα επόµενα 11 βιβλία της σειράς µε πιο πρόσφατο το «Ένα τραγούδι για δύσκολους καιρούς» (2020).
Η επετειακή έκδοση (μετάφραση Γιώργος Τζήμας, εκδόσεις Μεταίχμιο), εκτός από μία καλή ευκαιρία να απολαύσουμε ένα καλογραμμένο αστυνομικό μυθιστόρημα, έχει κι ένα επιπλέον bonus, τον ίδιον τον Ράνκιν στον πρόλογο, όπου ο Σκωτσέζος συγγραφέας μεταξύ άλλων, γράφει:
«... Τα μικροσκοπικά φέρετρα από το Κάθισμα του Αρθούρου δεν είναι μύθος, είναι υπαρκτά και μπορείτε να τα δείτε στο μουσείο. Σύμφωνα με μία από τις θεωρίες σχετικά με την προέλευσή τους, τα κατασκεύασε ένας υποδηματοποιός, φίλος των κατά συρροή δολοφόνων Burke και Hare. Οι Burke και Hare ζούσαν στο Εδιμβούργο τη δεκαετία του 1820, μια περίοδο που οι αρπαγές πτωμάτων ήταν κερδοφόρα επιχείρηση. Τα πτώματα αυτά πωλούνταν σε ιατρικούς ερευνητές που ήθελαν να εξασκηθούν στην ανατομία. Οι Burke και Hare προμήθευαν αυτούς του ερευνητές με φρέσκα πτώματα, χωρίς όμως να ξεθάβουν τα φέρετρα εκείνων που είχαν πεθάνει πρόσφατα. Σκότωναν τα θύματά τους προκειμένου να πουλήσουν τα πτώματά τους. Αυτή η αληθινή ιστορία αργότερα θα ενέπνεε τον Robert Louis Stevenson να γράψει το Δόκτωρ Τζέκιλ και κύριος Χάιντ.
Και αυτό το βιβλίο με επηρέασε βαθιά όταν έκανα τα πρώτα μου βήματα ως συγγραφέας. Το Εδιμβούργο μου φαινόταν σαν μια πόλη Τζέκιλ και Χάιντ, ένα πράγμα φαινομενικά ίδιο αλλά τελείως διαφορετικό κάτω από αυτή την επιφάνεια. Τη δεκαετία του 1980 ήταν έντονα τα προβλήματα της φτώχειας, του κοινωνικού αποκλεισμού, των ναρκωτικών και της πορνείας -όμως οι επισκέπτες (και οι περισσότεροι κάτοικοι) δεν τα έβλεπαν καθώς διέσχιζαν το κέντρο της πόλης. Ειδεχθή εγκλήματα έχουν συγκλονίσει το Εδιμβούργο στο παρελθόν και εξακολουθούν να συμβαίνουν στις μέρες μας. Το αστυνομικό μυθιστόρημα μου αφήνει το περιθώριο να συνδέω το παρελθόν με το παρόν, να αναφέρομαι στους λόγους που ορισμένα εγκλήματα επαναλαμβάνονται χρόνο με τον χρόνο, αιώνα με τον αιώνα...».