Η ουκρανική τραγωδία και η αβάστακτη ελαφρότητα του μεταψυχροπολεμικού φαίνεσθαι
Κατ’ αρχήν είναι πολύ δύσκολο συναισθηματικά να αναλύεις, εν είδει περιπτωσιολογικής μελέτης, καταστάσεις όπως η σοβούσα σύγκρουση στην Ουκρανία, αναλογιζόμενος πρωτίστως τα θύματα που ήδη έχει προκαλέσει, αλλά και τους πολίτες ενός κράτους που δέχεται ένοπλη επίθεση με συνέπεια να ακρωτηριάζεται η εδαφική του ακεραιότητα και να αμφισβητείται η πολιτική του ανεξαρτησία.
Το ξέσπασμα ενός διακρατικού πολέμου στην ευρωπαϊκή ήπειρο, πέραν της εύλογης ανησυχίας, διαλύει και τις φαινομενικές βεβαιότητες της μεταψυχροπολεμικής περιόδου, σχετικά με τους παράγοντες που θα συνδιαμόρφωναν και θα διατηρούσαν τη διεθνή τάξη από την δεκαετία του ’90 και εντεύθεν.
Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Διεθνείς Σχέσεις αναπτύχθηκαν ως διακριτός επιστημονικός κλάδος ακριβώς για να διερευνήσουν τα αίτια του πολέμου, ώστε να τροφοδοτηθούν οι κοινωνίες με την αναγκαία επιστημονική γνώση για να αντιμετωπισθεί το παθογενές φαινόμενο του πολέμου. Σταδιακά, ως επιθυμία των κοινωνιών και φιλοδοξία ενός σημαντικού τμήματος της οικείας ακαδημαϊκής κοινότητας αξιώθηκε η μετεξέλιξη του κλάδου ως επιστήμη της ειρήνης, δηλαδή να παρέχει τα καταλληλά αναλυτικά εργαλεία επίλυσης των διαφορών και να ανατροφοδοτείται το διεθνές σύστημα τόσο εννοιολογικά, όσο και σε πρακτικό επίπεδο με διαδικασίες, μηχανισμούς και προσδοκίες που θα συντείνουν στην σταθερότητα.
Υπό αυτό το πρίσμα και πολύ πιο έντονα μεταψυχροπολεμικά, τα ερευνητικά ενδιαφέροντα του κλάδου και τα προγράμματα σπουδών των αντίστοιχων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων -στην πλειονότητα τους- επικεντρώθηκαν σε μία σειρά νέων ζητημάτων -χρήσιμα για την περαιτέρω επιστημονική πρόοδο- περιορίζοντας αντιστοίχως το ερευνητικό τους ενδιαφέρον για την ανάλυση των αιτίων του πολέμου και τους ανταγωνισμούς μεταξύ των ισχυρότερων κρατών του διεθνούς συστήματος.
Επομένως, το ζήτημα του πολέμου στις Διεθνείς Σχέσεις θεωρήθηκε ότι αφορά κατά βάση «αποτυχημένα» μη-δημοκρατικά κράτη και δεν αποτελούσε πλέον εγγενές φαινόμενο του διεθνούς συστήματος. Σε πρακτικό επίπεδο, η χρήση ένοπλης βίας προσδιορίστηκε ως προνομιακό εργαλείο της εξωτερικής πολιτικής των δυτικών κρατών στην προσπάθειά τους να διαμορφώσουν κατά το δοκούν τη διεθνή τάξη.
Αναντίρρητα, οι ερευνητικές ανησυχίες και επιλογές στο πεδίο των Διεθνών Σχέσεων συνιστούν δείγμα επιστημονικής ωριμότητας του κλάδου και ακαδημαϊκής ελευθερίας, όμως η ερμηνευτική ευρύτητα και σπουδαιότητα των αποτελεσμάτων διαφόρων ερευνητικών πεδίων δεν συνάδουν υποχρεωτικά με την εξέλιξη της ιστορίας.
Η πολεμική σύγκρουση στην Ουκρανία κατέδειξε για μία ακόμη φορά πως οι Διεθνείς Σχέσεις δεν λειτουργούν κατ’ αρέσκεια και τα αίτια πολέμου παραμένουν ενεργά ως διαμορφωτικοί παράγοντες των κρατικών επιλογών και δη των ισχυρότερων δρώντων.
Οι μελοδραματισμοί και οι καταδίκες είναι απολύτως κατανοητές σε επίπεδο κοινωνιών, δεν αρμόζουν όμως σε όσους προσεγγίσουν με επιστημονικό τρόπο τις Διεθνείς Σχέσεις και δεν αρκούν για όσους λαμβάνουν τις πολιτικές αποφάσεις.
Επομένως, η απόφαση της Ρωσίας να εισβάλει στην Ουκρανία, προφανώς παραβιάζει το διεθνές δίκαιο και διασαλεύει την περιφερειακή τάξη, συνιστά ως πράξη γεγονός αναμφισβήτητο αλλά όχι ερμηνεία της, ούτε βέβαια αποτελεί επαρκές και μοναδικό εργαλείο για το τί τέξεται η επιούσα.
Ο συγκεκριμένος πόλεμος προέκυψε λόγω της ρωσικής επιθυμίας, κατά την τελευταία εικοσαετία, να εμποδιστεί η περαιτέρω διεύρυνση του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στην ανατολική Ευρώπη, με σκοπό να ενισχυθεί ο περιφερειακός ρόλος της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Όσον αφορά τη διαδικασία λήψης της συγκεκριμένης απόφασης του Ρώσου Προέδρου την παρούσα συγκυρία, δηλαδή να «επιλύσει» με στρατιωτικά μέσα το ουκρανικό ζήτημα, πιθανόν ως προς τη δρομολόγησή της να λειτούργησαν καταλυτικά τα σχετικά πρόσφατα γεγονότα αμφισβήτησης των φιλο-ρωσικών καθεστώτων στην Λευκορωσία και το Καζακστάν, τα οποία θεωρήθηκαν -όχι υποχρεωτικά ότι ήταν- ως δύο ακόμη εχθρικές ενέργειες της Δύσης έναντι της Ρωσίας.
Παράλληλα, απέτυχε να αρθρωθεί μία αξιόπιστη και ενιαία αποτρεπτική στρατηγική των δυτικών κρατών έναντι της Ρωσίας, στο βαθμό που δεν επιθυμούσαν να έλθουν σε συνεννόηση με τη Μόσχα για μία νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στην ανατολική Ευρώπη.
Συνδυάζοντας επομένως ερμηνευτικά τις επικρατούσες μεταψυχροπολεμικές αντιλήψεις, όσον αφορά τα δομικά χαρακτηριστικά της διεθνούς τάξης, τα κυρίαρχα ερευνητικά ενδιαφέροντα της διεθνολογικής κοινότητας και τις ανεκπλήρωτες προσδοκίες των δυτικών κοινωνιών και πολιτικών ηγεσιών, κατά τη τελευταία τριακονταετία, ίσως να εξηγείται ως έναν βαθμό η δυσκολία κατανόησης των αναδυόμενων ηγεμονικών ανταγωνισμών στο διεθνές σύστημα εν γένει και της αναθεωρητικής πολιτικής της Ρωσίας εν προκειμένω.
Το χάσμα λοιπόν μεταξύ φαινομενικών και πραγματικών καταστάσεων, πρωταρχικών και δευτερευόντων ζητημάτων που απασχόλησαν τη διεθνή κοινότητα και μιας ρητορικής που αποτύπωνε μια κατάσταση -ως προς τις σχέσεις μεταξύ των ισχυρότερων δρώντων του διεθνούς συστήματος- σαφώς πιο ειδυλλιακή εν συγκρίσει με την υπαρκτή, δημιούργησαν αθροιστικά την επίπλαστη πραγματικότητα μίας διεθνοπολιτικής ευταξίας, κυρίως στον ευρωπαϊκό χώρο.
Κλείνοντας, στο μυθιστόρημα του Μίλαν Κούντερα: Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι (παράφραση του τίτλου αποτελεί η επικεφαλίδα) ο συγγραφέας προβαίνει σε μια υπαρξιακή αναζήτηση του νοήματος που κάθε άνθρωπος καλείται να προσδώσει στο σύντομο και μοναδικό του βίο.
Στις Διεθνές Σχέσεις όμοια υπαρξιακά διλήμματα δεν υπάρχουν, διότι τα πολιτικά υποκείμενα δεν απειλούνται από τη βεβαιότητα της βιολογικής θνητότητας αλλά από τις επιλογές άλλων πολιτικών υποκειμένων όπως τώρα στην Ουκρανία, οι αποφάσεις της οποίας επηρεάστηκαν ως έναν βαθμό από το «μεταψυχροπολεμικό φαίνεσθαι».
Είθε ο εν λόγω πόλεμος να τερματιστεί άμεσα και η Ουκρανία να διασώσει την πολιτική της ανεξαρτησία και εδαφική της ακεραιότητα, ελπίζοντας ότι δεν θα προκύψει ξανά ένας νέος -διαχρονικά επαναλαμβανόμενος- διάλογος Αθηναίων- Μηλίων.