Η HuffPost προτείνει: Δέκα βιβλία για τον Φεβρουάριο
Μια βόλτα στα βιβλιοπωλεία και στους τίτλους που ξεχωρίσαμε από την ελληνική και ξένη λογοτεχνία, μαζί με δύο ιδιαίτερες εκδόσεις, από τον Νίκο Μπακουνάκη και τον Χάρη Βλαβιανό.
Η HuffPost προτείνει δέκα βιβλία για τον Φεβρουάριο. Καλή ανάγνωση!
«Όταν έπεσα στο μελανοδοχείο» του Νίκου Μπακουνάκη (εκδόσεις Πόλις)
«Όταν έπεσα στο μελανοδοχείο» του Νίκου Μπακουνάκη, εκδόσεις Πόλις
«Η εφημερίδα είναι μια συλλογή από μισαδικίες
Που διαλαλούν αγόρια ανά χιλιόμετρο
Διασπείροντας τις περίεργες απόψεις της
Σ′ εκατομμύρια πονόψυχους και σκωπτικούς ανθρώπους,
Ενώ οικογένειες αγκαλιάζονται μπροστά στο τζάκι
μπρος σε ιστορίες φρικτής, μοναχικής οδύνης...»
Το ποίημα του Στίβεν Κρέιν στην έξοχη μετάφραση Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη (απόσπασμα του οποίου είναι το παραπάνω) φιγουράρει αμέσως μετά την εισαγωγή του Νίκου Μπακουνάκη στο βιβλίο του «Οταν έπεσα από το μελανοδοχείο» (εκδόσεις Πόλις).
Καρδιά αυτού του βιβλίου είναι το εγχείρημα του δημοσιογράφου να παρουσιάσει την εκδοτική πολιτική ενός λογοτεχνικού ενθέτου, όπως αυτό που εισήγαγε στην εφημερίδα «Το Βήμα» από το 1997. Αυτό ίσως να αφορούσε μια συγκεκριμένη μερίδα αναγνωστών και μάλιστα συνδυασμένη με την απόλαυση της εφημερίδας, ενός μέσου για την παρακμή του οποίου πολλές συζητήσεις έχουν γίνει.
Η απόφαση, όμως, του συγγραφέα να μην περιοριστεί στην παρουσίαση αυτή αλλά να μιλήσει για το γενικότερο κλίμα που επικρατούσε στον Οργανισμό Λαμπράκη - δηλαδή μια ολόκληρη δημοσιογραφική κουλτούρα και ατμόσφαιρα όπως λέει - και κυρίως να μιλήσει για τον ίδιο τον Χρήστο Λαμπράκη ως συνεργάτης του στο Μέγαρο Μουσικής, αποδεικνύεται το κομμάτι του βιβλίου που ακουμπά περισσότερο στην συλλογική ιστορία και ιδιαίτερα στην ιστορία του Τύπου στην χώρα μας, για την οποία υπάρχει έλλειμα μελέτης, όπως σημειώνει ο ίδιος ο συγγραφέας. Μέσα από αυτό αναδύονται στοιχεία μιας εκδοτικής φυσιογνωμίας, όπως ο Χρήστος Λαμπράκης και της εποχής του.
Ετσι λοιπόν από τα τρία μέρη γύρω από τα οποία οργανώνεται το βιβλίο «Πώς γίνεσαι», «Ποιος ήταν» και «Τι είναι», το δεύτερο παίρνει πολύ μεγάλο προβάδισμα αναφερόμενο σε έναν εκδότη που διαμόρφωσε την φυσιογνωμία του ελληνικού Τύπου το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα με τα Βήμα, τα Νέα, τον ΟΙκονομικό Ταχυδρόμο, την Ομάδα, τις Εποχές, βλέποντας επίσης την εποχή του Ιντερνετ στον Τύπο, δημιουργώντας ήδη από το 1999 το In.gr. «Οι εφημερίδες του, ιδίως το Βήμα, ήταν χώροι ανάπτυξης της πολιτικής κουλτούρας, του political culture, όπως θα έλεγαν οι Αγγλοσάξωνες», Νίκος Μπακουνάκης.
«Ο φάκελος ”Λαμπράκης” παραμένει ανοιχτός», καταλήγει ο ίδιος, η ερευνητική πρόταση βιογραφίας του οποίου από τον ίδιο στον αμερικανικό οργανισμό υποτροφιών Φούλμπράιτ δεν έγινε δεκτή.
«Εμιλυ Ντίκινσον. Αυτό είναι το γράμμα μου στην Οικουμένη» του Χάρη Βλαβιανού (εκδόσεις Πατάκη)
Μια ενδιαφέρουσα δόμηση χαρακτηρίζει το «Εμιλυ Ντίκινσον. Αυτό είναι το γράμμα μου στην Οικουμένη» των εκδόσεων Πατάκη σε εισαγωγή, μετάφραση και σημειώσεις του Χάρη Βλαβιανού.
Προτού αρχίσουν να παρελαύνουν τα ποιήματα που καλύπτουν όλο το εύρος του έργου της Ντίκινσον, μια εισαγωγή χωρισμένη σε εννέα μέρη σκιαγραφεί το πορτρέτο της σημαντικής αμερικανίδας ποιήτριας του 19ου αιώνα η οποία, όπως σημειώνει ο ίδιος, δε δίστασε να αµφισβητήσει τις συντηρητικές κοινωνικές και θρησκευτικές αντιλήψεις της εποχής της, και –πολύ σηµαντικό– να αντισταθεί στις ισχύουσες ποιητικές επιταγές
Η εισαγωγή αυτή πραγµατεύεται ζητήµατα όπως ο εθελούσιος εγκλεισµός της ποιήτριας στην οικογενειακή εστία, οι απόψεις της για τον Θεό και τη θρησκεία, ο τρόπος που αντιλαµβανόταν τη φύση και τον θάνατο, οι συγγραφείς που θαύµαζε και τα διαβάσµατά της, η παθιασµένη σχέση της µε τη Σούζαν Γκίλµπερτ –γυναίκα του αδελφού της–, καθώς και οι περίφηµες «Master Letters», οι γεµάτες υποταγή επιστολές που η Ντίκινσον απηύθυνε σε εκείνον τον µυστηριώδη «Αφέντη», που δεν έχει ακόµα αποκαλυφθεί ποιος ήταν. Εξετάζεται, τέλος, η αντιφατική σχέση της µε τον Τόµας Χίγκινσον, τον «µέντορά» της, όπως τον αποκαλούσε, που τη συµβούλευε να µην εκδώσει τα «σπασµωδικά» –κατά τη γνώµη του– ποιήµατά της, αλλά και η αµφίθυµη στάση της ίδιας απέναντι στη φήµη, την οποία απέφευγε να διεκδικήσει αλλά ενδόµυχα προσδοκούσε.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η επιλογή η παρούσα έκδοση να είναι δίγλωσση, «ώστε ο αναγνώστης να µπορεί να απολαύσει το σφρίγος του πρωτοτύπου, αλλά και να ελέγξει τις επιλογές του µεταφραστή», όπως σημειώνεται.
Στην έκδοση συµπεριλαµβάνονται αποσπάσµατα από πλήθος επιστολές της ποιήτριας, που φωτίζουν την προσωπικότητα και τις εµµονές της –συγγραφικές και άλλες–, καθώς επίσης και πλούσιο φωτογραφικό υλικό και εκτενής βιβλιογραφία.
«Σταυροδρόμια» του Τζόναθαν Φράνζεν (εκδόσεις Ψυχογιός, μετάφραση - επίμετρο Γιώργος - Ίκαρος Μπαμπασάκης)
23 Δεκεμβρίου 1971: Στο Σικάγο προβλέπεται έντονη κακοκαιρία. Ο Ρας Χίλντεμπραντ, αναπληρωτής πάστορας σε μια φιλελεύθερη εκκλησία των προαστίων, είναι σχεδόν έτοιμος να διαλύσει τον γάμο του στον οποίο πλέον δε βρίσκει χαρά – εκτός αν τον προλάβει η σύζυγός του Μάριον, η οποία επίσης έχει τη δική της μυστική ζωή. Ο μεγαλύτερος γιος τους, ο Κλεμ, επιστρέφει από το κολέγιο, πυρπολημένος από ηθική απολυτότητα και έχοντας προβεί σε μια ενέργεια που θα τσακίσει τον πατέρα του. Η αδερφή του Κλεμ, η Μπέκι, το πλέον δημοφιλές κορίτσι στην τάξη της, γυρίζει την πλάτη της σε ό,τι ήξερε και εντάσσεται στην αντικουλτούρα της εποχής, ενώ ο ιδιοφυής μικρότερος αδερφός, Πέρι, που πουλάει ναρκωτικά σε μαθητές Γυμνασίου, αποφασίζει να γίνει καλύτερος άνθρωπος. Καθένας από τους Χίλντεμπραντ αναζητά μια μορφή ελευθερίας που καθένας από τους υπόλοιπους μπορεί να του στερήσει.
Στα Σταυροδρόμια -κατά την Telegraph «το καλύτερό του μυθιστόρημα έως σήμερα»-,ο Φράνζεν διερευνά την ιστορία μιας γενιάς. Με το χαρακτηριστικό του χιούμορ και τη σύνθετη σκέψη του, αλλά με ακόμα μεγαλύτερη ζεστασιά, δημιουργεί έναν κόσμο που τον νιώθουμε τόσο οικείο. Με συγγραφική μαεστρία οι οπτικές των πρωταγωνιστών εναλλάσσονται, ενώ το συγκρατημένο σασπένς κλιμακώνεται, στην ιστορία μιας οικογένειας από τις Μεσοδυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ σε μια καθοριστική στιγμή ηθικής κρίσης.
Κορυφαίος τίτλος του 2021 σύμφωνα με Financial Times, Newsweek, Publishers Weekly, The Telegraph, TIME, The Washington Post, το έκτο μυθιστόρημα που πολυβραβευμένου Φράνζεν μεταφράζεται σε 26 γλώσσες και θα μεταφερθεί στη μικρή οθόνη.
«Ένα μυθιστόρημα της δεκαετίας του 1970, γλυκό, νοσταλγικό, που θα σας ραγίσει την καρδιά. Τα Σταυροδρόμια είναι το πιο θερμό έργο του Φράνζεν έως σήμερα, το πλέον συμπονετικό, το πλέον βαθύ σε πνεύμα και σε δημιουργία εικόνων». New York Times.
«Η μητέρα του σκύλου» του Παύλου Μάτεσι (εκδόσεις Καστανιώτη, επανακυκλοφορεί σε νέα, σκληρόδετη έκδοση)
«Η μητέρα του σκύλου» εκδόθηκε πρώτη φορά το 1990 και έκτοτε συγκινεί όχι μόνο το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, αλλά και τους λάτρεις της καλής λογοτεχνίας στο εξωτερικό.
Το πολυμεταφρασμένο έργο του Παύλου Μάτεσι υμνήθηκε από την εγχώρια και παγκόσμια κριτική και συγκαταλέχτηκε από τον λονδρέζικο εκδοτικό οίκο Quintet Publishing στα 1001 βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας που πρέπει να έχει διαβάσει κάποιος μέχρι το τέλος της ζωής του (στον τόμο 1001 Books You Must Read Before You Die).
Η γαλλική εφημερίδα Le Monde αναφέρει χαρακτηριστικά: «Στη Μητέρα του σκύλου, όπως ο Φώκνερ στο Η Βουή και η Μανία, ο Μάτεσις δίνει τον λόγο στους πτωχούς τω πνεύματι […] έργο εξαιρετικά δυνατό». «Ένα κορυφαίο έργο της ελληνικής –και όχι μόνο– σύγχρονης λογοτεχνίας» το χαρακτηρίζει η γερμανική Die Welt, ενώ ο συγγραφέας Άλαν Σίλιτοου αναφέρει: «Μόνο ένας δεξιοτέχνης της γραφής θα μπορούσε να γράψει αυτό το βιβλίο».
Ο κριτικός Κώστας Σταματίου σημειώνει στην κριτική του στα Νέα το 1990: «[…] γράφει με άνεση καταπληκτική, παίζοντας σαν ταχυδακτυλουργός μ’ έναν διαχρονικό πλούτο λέξεων […] η σάτιρα, η υπόγεια ειρωνεία, το πικρό, καταλυτικό χιούμορ του Μάτεσι και παράλληλα ο λόγος, γλωσσική διδασκαλία – τι να πρωτοθαυμάσεις;» Λιτός και περιεκτικός ο Κώστας Τσαούσης αναφέρει στο κείμενό του για το βιβλίο στο Έθνος: «Στο λευκό της τελευταίας σελίδας του βιβλίου σημείωσα: Κάλλιστο».
Με αφορμή τα εννέα χρόνια από τον θάνατο του σπουδαίου λογοτέχνη οιεκδόσεις Καστανιώτη ξανασυστήνουν στους αναγνώστες τη Ραραού, επανεκδίδοντας τη Μητέρα του σκύλου, σε σκληρόδετη έκδοση, συμπληρωμένη με εργοβιογραφία του συγγραφέα.
Μια ασήμαντη, άοπλη, άχαρη και αδύναμη γυναίκα προσφέρεται ως γελωτοποιός μας, επειδή δεν γνωρίζει πως είναι τραγική. Γελώντας, περιγελάει τον εαυτό της και μας ξεγελάει για να μην την περιγελάσουμε εμείς. Με τη ζωή της υπερασπίζει μια άλλη γυναίκα, τιμωρημένη, που αρνείται να αμυνθεί: τη μητέρα της. Στη διαδρομή της αυτή (τη ζωή της ολόκληρη), από προπολεμικά ως τις μέρες μας, γνωρίζει την Κατοχή, την προσφυγιά στην πρωτεύουσα, την επαιτεία, μεταμφιέζει τον εαυτό της και τη ζωή της. Δεν θα καταλάβει ποτέ ότι, υπερασπίζοντας τη μητέρα της, συντροφεύει τη μόνιμα ταπεινωμένη πατρίδα της, μέσα στην οποία ζει εξόριστη λέγοντας αστειάκια. Ορισμένοι ίσως και να νομίσουν πως συμβολίζει τη χώρα της (χώρα τους), επειδή αμφότερες έχουν υποστεί συγγενείς εξευτελισμούς, έχουν συγγενές μη-μέλλον και ευθυμολογούν. Για να μη γίνει στόχος σκοποβολής, θα σμικρύνει και θα γελοιοποιήσει τον εαυτό της. Θα προετοιμαστεί για τραυματισμούς, αυτοτραυματιζόμενη προληπτικώς καθημερινά. Όμως κανείς δεν θα τη λιθοβολήσει.
«Οι τρεις ζωές του Γιόζεφ Κλάιν» της Ούλλα Λέντσε(εκδόσεις Πατάκη, μετάφραση Πελαγία Τσινάρη)
Πριν από την εµπλοκή των Αµερικανών στον B΄ Παγκόσµιο πόλεµο, στους δρόµους της Νέας Υόρκης µαίνονται ταραχές· η πόλη θυµίζει καζάνι που βράζει. Αντισηµιτικές και ρατσιστικές οργανώσεις πασχίζουν να κερδίσουν την εύνοια των µαζών, Γερµανοί εθνικιστές δοξάζουν τον Χίτλερ ως τον σωστό άνθρωπο στη σωστή στιγµή. Ο Γερµανός µετανάστης Γιόζεφ Κλάιν ζει σχετικά ανεπηρέαστος από όλα αυτά. Ο δικός του κόσµος είναι οι πολυφυλετικοί δρόµοι του Χάρλεµ και το µεγάλο του πάθος ο ραδιοερασιτεχνισµός. Στις µπάντες των ραδιοερασιτεχνών γνωρίζει και τη Λόρεν, µια νεαρή ακτιβίστρια που τρέφει µεγάλη συµπάθεια για τον ήσυχο Γερµανό. Όµως οι τεχνικές δεξιότητες του Γιόζεφ προσελκύουν την προσοχή ισχυρών ανδρών και, προτού προλάβει να καταλάβει τι ακριβώς συµβαίνει, ο Γιόζεφ είναι κιόλας ένα µικρό γρανάζι στον µηχανισµό του δικτύου κατασκόπων της γερµανικής Στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών.
Η περιπετειώδης πορεία του θα τον οδηγήσει αργότερα στην Αργεντινή και στην Κόστα Ρίκα, όπου θα έρθει αντιµέτωπος µε το παρελθόν του.
Βασισµένη σε αληθινά περιστατικά, η ιστορία του µετανάστη από τη Ρηνανία Γιόζεφ Κλάιν, που µπαίνει στο στόχαστρο των µεγάλων δυνάµεων ενώ βρίσκεται στη Νέα Υόρκη, φωτίζει τις κατασκοπικές δραστηριότητες του ναζιστικού καθεστώτος στην Αµερική. Όπως έγραψε και η γερμανική εφημερίδα Tagesspiegel«πυκνό, λακωνικό, εκθαµβωτικά ποιητικό».
H Ούλλα Λέντσε γεννήθηκε το 1973 στο Μενχενγκλάντµπαχ, σπούδασε µουσική και φιλοσοφία στην Κολονία και σήµερα ζει στο Βερολίνο. Έχει γράψει τέσσερα µυθιστορήµατα και έχει τιµηθεί µε πολλά βραβεία, µεταξύ άλλων, το 2016, µε το Λογοτεχνικό Βραβείο του Πολιτιστικού Κύκλου της Γερµανικής Οικονοµίας για το σύνολο του έργου της.
«Σκληρό καλοκαίρι» του Χανς Ρούσενφελντ (εκδόσεις Μεταίχμιο, μετάφραση Γρηγόρης Κονδύλης)
Ένας νεκρός λύκος, μία δοσοληψία με ναρκωτικά που πήγε στραβά και μια γυναίκα δολοφόνος που σπέρνει τον θάνατο.
H Χάννα Βέστερ, μια μεσήλικη αστυνομικός στην απόμερη βορινή πόλη της Χαπαράντα, βρίσκεται μπροστά στο χάος. Όταν ανθρώπινα λείψανα βρίσκονται στο στομάχι ενός νεκρού λύκου, η Χάννα ξέρει ότι αυτό το καλοκαίρι δεν θα μοιάζει με κανένα άλλο. Τα λείψανα σύντομα οδηγούν σε μια αιματηρή δοσοληψία ναρκωτικών στα σύνορα με τη Φινλανδία. Πώς όμως κατέληξε το θύμα στο δάσος έξω από τη Χαπαράντα; Και πού είναι τα ναρκωτικά και τα λεφτά;
Η Χάννα και οι συνάδελφοί της κάνουν εξονυχιστική έρευνα, όμως ο χρόνος είναι λίγος και δεν είναι οι μοναδικοί που ερευνούν. Όταν η μυστηριώδης και θανάσιμη Κάτια εμφανίζεται, απροσδόκητα και βάναυσα γεγονότα αρχίζουν να συσσωρεύονται. Μέσα σε λίγες μονάχα μέρες, η ζωή στη Χαπαράντα έρχεται τα πάνω κάτω.
Δημιουργός των τηλεοπτικών σειρών «The bridge» και «Marcella»και συν-συγγραφέας, με τον Michael Hjorth, της σειράς διεθνών μπεστ σέλερ με ήρωα τον τον ψυχολόγο-εγκληματολόγο Σεμπάστιαν Μπέργκμαν, ο Χανς Ρούσενφελντ υπογράφει εξολοκλήρου ο ίδιος «Το Σκληρό Καλοκαίρι». Πρόκειται για τον πρώτο τίτλο μια σειράς με γενικό τίτλο Haparanda, που αναμένεται να αποτελέσει ένα ακόμα ορόσημο του σκανδιναβικού crime.
Κυκλοφορεί στις 17 Φεβρουαρίου.
«Η εξαφάνιση του δόκτορος Μίε» του Όλιβερ Χίλµες (εκδόσεις Κλειδάριθμος, μετάφραση Βασίλης Τσαλής)
Βερολίνο 1932. Ο 34χρονος γιατρός Έριχ Μίε φεύγει από το σπίτι τα µεσάνυχτα της 13ης Ιουνίου για µια έκτακτη επίσκεψη και δεν ξαναγυρίζει ποτέ. Οι πρώτες υποθέσεις για πιθανή αυτοκτονία του γιατρού καταρρίπτονται γρήγορα, καθώς οι ανακρίσεις φέρνουν στο φως αντιφατικά στοιχεία:
O Μίε άδειασε τους τραπεζικούς λογαριασμούς λίγο πριν εξαφανιστεί, η σύντροφος του ήταν έγκυος, είχε κάνει τον τελευταίο χρόνο δύο ασφάλειες ζωής, είχε πάρε δώσε µε άτοµα του υποκόσμου, συνεργαζόταν µε µια κακόφηµη κλινική και διενεργούσε εκτρώσεις.
Πρόκειται για ασφαλιστική απάτη; Μήπως ο Μίε σκηνοθέτησε τον θάνατό του; Μήπως ο Μίε δεν είναι θύµα αλλά θύτης;
Η ιστορία βασίζεται σε µια αληθινή ανεξιχνίαστη υπόθεση, τον φάκελο της οποίας ανακάλυψε ο συγγραφέας τυχαία κατά τη διάρκεια άλλης έρευνας.
Το βιβλίο εξιστορεί την προσπάθεια που έγινε για να βρεθεί η αλήθεια και, µε αυτή την αφορµή, καταπιάνεται µε τα σκοτεινά µυστικά της αστικής ζωής τις παραµονές της δικτατορίας του Χίτλερ, τότε που ένα απειλητικό πέπλο απλώθηκε στη γερµανική κοινωνία και ο φόβος σφράγισε τα στόµατα των ανθρώπων.
Ο Όλιβερ Χίλµες γεννήθηκε το 1971 και σπούδασε ιστορία, πολιτικές επιστήµες και ψυχολογία. Εργάζεται από το 2002 στο Ίδρυµα της Φιλαρµονικής του Βερολίνου και ασχολείται ιδιαίτερα µε ιστορικές βιογραφίες. Τα βιβλία του έχουν γνωρίσει µεγάλη εµπορική επιτυχία.
«Ιστορίες της μέρας και της νύχτας» του Γκυ Ντε Μωπασάν (εκδόσεις Gema, μετάφραση - επίμετρο Βασιλική Τσίγκανου)
«Ο βοριάς φυσούσε μανιασμένα, παρασύροντας από τον ουρανό τεράστια χειμωνιάτικα σύννεφα, μαύρα και πυκνά, που έριχναν περνώντας στη γη σφοδρές νεροποντές. Η αγριεμένη σαν θεριό θάλασσα μούγγριζε και κτυπούσε με δύναμη στην όχθη πετώντας εκεί πελώρια κύματα, που με κίνηση αργή άφριζαν κι έσκαγαν σαν ριπές πολυβόλου. Ξανάρχονταν ρυθμικά το ένα μετά το άλλο, ψηλά σαν τα βουνά, σκορπίζοντας στον αέρα, κάτω από τα απόκρημνα βράχια, τον λευκό αφρό των κορυφών τους σαν οργισμένο ξέσπασμα τεράτων...».
Οι «Ιστορίες της μέρας και της νύχτας» του κορυφαίου εκπροσώπου του γαλλικού νατουραλισμού, Γκυ ντε Μωπασάν (1850-1893), μας ταξιδεύουν στις απόκρημνες ακτές της Νορμανδίας, στο γλυκό φως του γαλλικού Νότου, όμως και στην άγρια και σκληρή Κορσική: αγάπη, τρυφερότητα, επιθυμίες, αλλά και φόνος γονιών, μέθυσοι, δειλοί αστοί, πανούργοι χωριάτες, εικόνες από έναν κόσμο γεμάτο αντιθέσεις, όπου ο συγγραφέας αποτυπώνει τη ροή της ζωής, τη μέρα και τη νύχτα, σε μια συνέχεια, δίχως τέλος.
Ο σημαντικότερος διηγηματογράφος του 19ου αιώνα, με μέντορα του τον συγγραφέα Γκυστάβ Φλωμπέρ δημοσιεύει τριακόσιες περίπου νουβέλες, έξι μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και χρονογραφήματα. Γίνεται δεκτός στην Παρισινή κοσμική κοινωνία της εποχής και στον λογοτεχνικό κύκλο όπου συναντά τον Εμίλ Ζολά, τον Αλφόνς Ντωντέ, τον Ιβάν Τουργκένιεφ, τον Χένρυ Τζαίημς και ζει μια έντονη ερωτική ζωή, προσβάλλεται από σύφιλη και πεθαίνει πρόωρα, σε ηλικία μόλις σαράντα τριών ετών, το 1893. Οι «Ιστορίες της μέρας και της νύχτας» δημοσιεύονται το 1885.
«Περί της εαυτού ψυχής» του Ισίδωρου Ζουργού (εκδόσεις Πατάκη)
Η περιπετειώδης ζωή ενός αντιγραφέα χειρογράφων στην εποχή των Κομηνών.
Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού, σε μια ερημική ακτή της Προποντίδας, ο Σταυράκιος Κλαδάς αναθυμάται τη μακρόχρονη ζωή του. Νοτάριος και αντιγραφέας ο ίδιος όλα του τα χρόνια, έχοντας μεταγράψει εκατοντάδες συγγράμματα αγίων και ελλόγιμων ανδρών, αποφασίζει, ελεύθερος πια, να συντάξει τη δική του χρονογραφία.
Η γραφίδα του αφηγείται τη ζωή του, μια ιστορία εφηβικής μοναξιάς και χειρογράφων. μια περιδίνηση σε διανοητικά διλήμματα, διωγμούς, έρωτες και αγωνίες στην αυγή της δυναστείας των Κομνηνών στα τέλη του 11ου αιώνα. Η ζωή των απλών ανθρώπων κατά τη βασιλεία των Ρωμαίων, ο πολιτισμός του λόγου και της εικόνας, μα πάνω απ’ όλα η αφή της μνήμης.
Όλη η αγωνία του ανθρώπου σε ένα βιβλίο, που δεν αφηγείται μόνο την αναζήτηση της ουράνιας βασιλείας, αλλά μνημονεύει και την επίγεια ζωή και τη χοϊκή ψυχή.
Μέσα από τις σελίδες του κατοπτρίζεται η Βυζαντινή Αυτοκρατορία την εποχή που πληθαίνουν οι απειλητικές σκιές από Ανατολή και Δύση. Στο μυθιστόρημα τον πρώτο λόγο δεν έχουν οι αυλικές συνωμοσίες και οι πολύνεκρες μάχες, αλλά το φως απ’ τα λυχνάρια των αντιγραφέων, που σκύβουν πάνω από τα συναξάρια των αγίων και τις διατριβές των γραμμάτων. Μέσα από τις σελίδες του αναδύονται ο ύπατος των φιλοσόφων Μιχαήλ Ψελλός, ο όσιος Νικήτας Στηθάτος, λόγιοι, μοναχοί, αγιογράφοι.
Όμως στο κέντρο όλων βρίσκεται ο στίχος ενός αινιγματικού ποιήματος και μια γυναίκα, το εσώτερο ρούχο της ψυχής του ήρωα, το ένδυμα που υποκαθιστά το βασανιστικό ράσο.
Το ιστορικό μυθιστόρημα «Περί της εαυτού ψυχής» είναι ένα εσωτερικό χρονικό για τον τρόπο που ένας αντιγραφέας γίνεται συγγραφέας, ένα βιβλίο για τη δύναμη της γραφής και της μνήμης, γι’ αυτήν την ορμή που απαιτεί να ονοματίσουμε τα πράγματα του κόσμου εξαρχής με ανάδοχο τη δική μας ψυχή.
«Το Τούνελ» του Γουίλιαμ Χ. Γκας (εκδόσεις Καστανιώτη, μετάφραση Γιώργος Κυριαζής)
Ο αφηγητής είναι ένας διακεκριμένος άντρας στα πενήντα του, ο Γουίλιαμ Φρέντερικ Κόλερ, καθηγητής πανεπιστημίου κάπου στις μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ. Το βασικό θέμα που τον απασχολεί είναι το Τρίτο Ράιχ. Έχει μόλις ολοκληρώσει το μεγάλο του έργο, μια μελέτη με τίτλο Ενοχή και αθωότητα στη χιτλερική Γερμανία. Το μόνο που του απομένει είναι μια εισαγωγή. Κάθεται, λοιπόν, να γράψει το σχετικό κείμενο, αλλά πολύ σύντομα διολισθαίνει σε ένα ανεξήγητο αδιέξοδο.
Αντί για εισαγωγή, αρχίζει να γράφει ένα άλλο βιβλίο, μιαν άλλη ιστορία – την ιστορία του ίδιου του ιστορικού. Αυτό είναι το εντελώς αντίθετο από τη σαφώς τεκμηριωμένη και αιτιοκρατικά προσδιορισμένη ιστορία του Ράιχ. Είναι κάτι υποκειμενικό και ιδιωτικό, που δεν έχει σχήμα ούτε κίνηση, ενώ η Ιστορία είναι αντικειμενική και δημόσια, διαθέτει τάξη και κατεύθυνση. Αυτό που γράφει ο Κόλερ είναι κάτι χαοτικό, σκοτεινό, γεμάτο ψέματα και αποκρύψεις, κενά και επαναλήψεις.
Μάλιστα η εισαγωγή του είναι τόσο προσωπική που φοβάται μήπως την ανακαλύψει η γυναίκα του, κι έτσι κρύβει αυτές τις σελίδες ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου του, εκεί που ξέρει ότι δεν θα εντοπιστούν. Ταυτόχρονα, ο Κόλερ ξεκινά να σκάβει ένα τούνελ στο υπόγειο του σπιτιού του. Το συγκριμένο τούνελ αντικατοπτρίζει και την ανασκαφή που επιχειρεί μέσα στην ίδια του τη ζωή – στα συναισθήματά του, στο παρελθόν του, στις λίγες αγάπες και στα πολλά μίση του. Το γράψιμο, το σκάψιμο, η δική μας ανάγνωση συνεχίζονται μαζί, ανοίγοντας μια τρύπα στη γλώσσα και στον χρόνο, μια τρύπα που πλησιάζει και παράλληλα απομακρύνεται από τα μυστικά που διέπουν τον πυρήνα αυτού του μυθιστορήματος – τον φασισμό της καρδιάς.
«Το Τούνελ», ένα βιβλίο που διαμορφωνόταν επί τριάντα χρόνια, εμφανίστηκε στο λογοτεχνικό προσκήνιο το 1995 και αμέσως χαιρετίστηκε ως ένα αδιαμφισβήτητο αριστούργημα των σύγχρονων γραμμάτων.
Φημισμένος για το πειραματικό λογοτεχνικό του ύφος και απαράμιλλος δοκιμιογράφος, ο Γουίλιαμ Χ. Γκας γεννήθηκε το 1924 στο Φάργκο της Βόρειας Ντακότα και πέθανε το 2017 στο Σεντ Λούις του Μιζούρι.
Το πρώτο του μυθιστόρημα Omensetter’s Luck (1966) είναι η ιστορία ενός ανθρώπου, του οποίου η αγνότητα και η καλοτυχία κηλιδώνονται όταν κάποιος τον συνδέει ψευδώς με έναν μυστηριώδη θάνατο.
Ο Γκας επί 30 χρόνια εργαζόταν πάνω στο δεύτερο μυθιστόρημά του, Το τούνελ (1995), μια μοναδική διερεύνηση του νοήματος της Ιστορίας, του κακού και της αφήγησης. Τα στοχαστικά συγγράμματά του Habitations of the Word (1985), Finding a Form (1996) και Tests of Time (2002) τιμήθηκαν από τον Εθνικό Κύκλο Κριτικών Βιβλίου.
Στο τελευταίο του μυθιστόρημα Middle C (2013) καταπιάνεται με την απόδραση ενός καθηγητή Mουσικής, με ψεύτικη ταυτότητα, από την Αυστρία την εποχή των Ναζί. Ο Γκας δίδαξε Φιλοσοφία στο Κολέγιο του Γούστερ (Γούστερ, Οχάιο), στο Πανεπιστήμιο Περντιού (Γουέστ Λαφαγιέτ, Ιντιάνα) και στο Πανεπιστήμιο Ουάσινγκτον (Σεντ Λούις, Μιζούρι).