Πώς η έλλειψη συλλογικών συμβάσεων «σαμποτάρει» την αύξηση των μισθών
Για την επίτευξη των στόχων, οι μισθοί θα πρέπει να αυξάνονται κατά περίπου 5% κάθε χρόνο, με τις ετήσιες αυξήσεις να υπερβαίνουν τα 60 ευρώ.
Σημαντικές αυξήσεις στους μισθούς που θα φτάνουν έως και το 5% ετησίως προβλέπονται για την επόμενη τετραετία, καθώς η κυβέρνηση στοχεύει στην αύξηση του κατώτατου μισθού στα 950 ευρώ και του μέσου μισθού στα 1.500 ευρώ έως το 2027. Παρά το φιλόδοξο αυτό σχέδιο, η έλλειψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας αποτελεί σημαντικό εμπόδιο στην εφαρμογή των μισθολογικών αυξήσεων, αν και οι προβλεπόμενες αναπροσαρμογές θεωρούνται σημαντικές.
Για την επίτευξη των στόχων, οι μισθοί θα πρέπει να αυξάνονται κατά περίπου 5% κάθε χρόνο, με τις ετήσιες αυξήσεις να υπερβαίνουν τα 60 ευρώ. Σύμφωνα με τα δεδομένα της ΕΡΓΑΝΗ, ο μέσος μισθός, που το 2023 ήταν 1.251 ευρώ, αναμένεται να ανέλθει στα 1.313,55 ευρώ το 2024, στα 1.379,22 ευρώ το 2025, στα 1.448 ευρώ το 2026 και στα 1.520,50 ευρώ το 2027. Οι αυξήσεις σε απόλυτους αριθμούς θα είναι 62,55 ευρώ για το 2024, 65,67 ευρώ για το 2025, 68,78 ευρώ για το 2026 και 72,50 ευρώ για το 2027, με τις ποσοστιαίες αλλαγές να κυμαίνονται κοντά στο 5% ετησίως.
Παρά τις προοπτικές, η έλλειψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας εξακολουθεί να αποτελεί βασικό εμπόδιο στην ταχύτερη αύξηση των μισθών. Οι συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες καθορίζουν τους όρους εργασίας, μισθούς, παροχές και δικαιώματα, εξασφαλίζουν πιο ευνοϊκές συνθήκες για τους εργαζόμενους. Ωστόσο, όταν αυτές δεν ανανεώνονται ή δεν υπάρχουν, οι εργαζόμενοι βρίσκονται σε μειονεκτική θέση και πολλές φορές αμείβονται με τους ελάχιστους νόμιμους μισθούς. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι μισθολογικές αυξήσεις που αποφασίζονται από το κράτος ή νομοθετικά να μην εφαρμόζονται ευρέως, με τους εργαζόμενους να παραμένουν κοντά στο κατώτατο όριο.
Η έλλειψη συλλογικών συμβάσεων δημιουργεί μια ανισορροπία στην αγορά εργασίας, όπου οι κεντρικά αποφασισμένες αυξήσεις δεν φτάνουν σε όλους τους εργαζόμενους, ιδίως σε όσους εργάζονται σε πιο ευέλικτες και επισφαλείς μορφές εργασίας.
Σε πολλές περιπτώσεις εργαζόμενοι στην εστίαση, όπως σερβιτόροι και μάγειρες, δουλεύουν χωρίς συλλογικές συμβάσεις, πράγμα που σημαίνει ότι αμείβονται με τον ελάχιστο νόμιμο μισθό. Οι εργοδότες δεν υποχρεούνται να τους δίνουν αυξήσεις, ακόμη και αν η ζήτηση για προσωπικό αυξάνεται ή αν τα κέρδη των επιχειρήσεων βελτιώνονται. Αυτό οδηγεί σε στασιμότητα των μισθών και αυξημένη εκμετάλλευση.
Οι εργαζόμενοι σε μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ ή καταστημάτων λιανικής χωρίς συλλογικές συμβάσεις βρίσκονται συχνά σε δυσμενή θέση. Παρά την αύξηση της παραγωγικότητας και τα υψηλά κέρδη των εταιρειών, οι μισθοί των εργαζομένων δεν ακολουθούν τον ίδιο ρυθμό ανάπτυξης. Χωρίς συλλογικές διαπραγματεύσεις, οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να διεκδικήσουν αποτελεσματικά μεγαλύτερες αυξήσεις μισθών ή καλύτερες συνθήκες.
Στον τομέα των κατασκευών, οι εργάτες χωρίς συλλογικές συμβάσεις συχνά υποχρεώνονται να εργάζονται με επισφαλείς όρους, με χαμηλές αμοιβές που δεν αντανακλούν τους κινδύνους και την ένταση της εργασίας τους. Η έλλειψη συλλογικών συμβάσεων καθιστά δύσκολη την εφαρμογή αυξήσεων, ακόμη και όταν η ζήτηση για εργάτες είναι υψηλή λόγω αυξημένης οικοδομικής δραστηριότητας.
Οι εργαζόμενοι σε υπηρεσίες καθαρισμού, ιδιαίτερα γυναίκες, εργάζονται συχνά με επισφαλείς όρους και χωρίς συλλογικές συμβάσεις. Αυτό σημαίνει ότι οι εργοδότες δεν είναι υποχρεωμένοι να αυξάνουν τους μισθούς τους, ακόμη και όταν υπάρχει άνοδος του κόστους ζωής. Επίσης, αυτές οι θέσεις είναι συχνά σε εξωτερικούς συνεργάτες, καθιστώντας ακόμη πιο δύσκολη τη διαπραγμάτευση για καλύτερους όρους.