Στουρνάρας: H ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών παραμένει χαμηλή
Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας διαγράφονται θετικές τα επόμενα χρόνια, υποστηριζόμενες από την αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων, τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του δημοσίου χρέους και τις συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις, όπως τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, στην ομιλία του στο συνέδριο «Risk Management & Compliance».
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας στην επενδυτική κατηγορία το 2023 ενισχύει τις θετικές προοπτικές της οικονομίας, αντανακλώντας την εμπιστοσύνη της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας. Αυτή η αναβάθμιση διευρύνει τη βάση των επενδυτών και μειώνει το κόστος χρηματοδότησης για τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα.
Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας, σύμφωνα με τον κεντρικό τραπεζίτη, είναι στενά συνδεδεμένος με το ευρύτερο μακροοικονομικό περιβάλλον και παρουσιάζει μεγαλύτερη ανθεκτικότητα συγκριτικά με το παρελθόν. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν επιτύχει σημαντική βελτίωση στα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη και τους εποπτικούς δείκτες, ωστόσο η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων παραμένει χαμηλή. Σημείωσε ότι οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTCs) αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό ποσοστό των κεφαλαίων Common Equity Tier 1, αν και το ποσοστό αυτό μειώθηκε ελαφρώς στο 50,5% τον Ιούνιο του 2024.
Ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε ότι, καθώς ο τραπεζικός τομέας έχει επιστρέψει σε συνθήκες κανονικότητας, οι τράπεζες πρέπει να επιτελούν αποτελεσματικά τον διαμεσολαβητικό τους ρόλο, προκειμένου να στηρίξουν την ανάπτυξη μέσω της χρηματοδότησης επενδύσεων σε υλικό κεφάλαιο και τεχνολογίες. Τόνισε επίσης την ανάγκη ενίσχυσης του ανταγωνισμού στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα και τη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας.
Οι προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες, όπως ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, δεν εκλείπουν και περιλαμβάνουν την ανάγκη βελτίωσης της ποιότητας του χαρτοφυλακίου τους σε ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων, τη διατήρηση της κερδοφορίας και την ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης. Οι τράπεζες, όπως και όλοι οι παραγωγικοί τομείς, καλούνται να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις των γεωπολιτικών κινδύνων, της τεχνολογικής ανάπτυξης και της κλιματικής αλλαγής. Επιπλέον, η αυξημένη χρήση ψηφιακών μέσων εκθέτει τις τράπεζες σε κινδύνους κυβερνοασφάλειας, καθιστώντας επιτακτική τη σημασία του εσωτερικού ελέγχου, της διαχείρισης κινδύνων και της κανονιστικής συμμόρφωσης.