Τιμωρούνται φορολογικά επιχειρήσεις που έχουν συναλλαχθεί καλόπιστα με άλλες εταιρείες
Καταγγέλλεται από λογιστές και φορολογούμενους ότι, στο τέλος κάθε φορολογικής χρήσης και λίγο πριν την παραγραφή, η Υπηρεσία Ερευνών και Διασφάλισης Δημόσιων Εσόδων (ΥΕΔΔΕ) αποστέλλει πολλές φορές πληροφοριακά δελτία προς τα ελεγκτικά κέντρα, στα οποία καταγράφονται φερόμενες παραβάσεις φορολογικών κανόνων από επιχειρήσεις.
Όπως αναφέρουν οι καταγγέλλοντες, τα ελεγκτικά κέντρα λαμβάνουν αυτά τα στοιχεία χωρίς να προχωρούν σε αυτόνομους ελέγχους, όπως προβλέπεται, και προχωρούν στον καταλογισμό των παραβάσεων χωρίς κριτική αξιολόγηση.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολλές επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν υψηλά πρόστιμα, ακόμη και όταν δεν έχουν καμία ευθύνη για τις φερόμενες παραβάσεις. Η συγκεκριμένη πρακτική φέρεται να δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στους φορολογούμενους, ιδίως όταν η τεκμηρίωση που συνοδεύει τις υποθέσεις είναι ελλιπής και δεν επαρκεί για την απόδειξη των κατηγοριών, αφήνοντάς τους εκτεθειμένους σε αδικαιολόγητα οικονομικά βάρη.
Για παράδειγμα, στα δελτία αυτά συνήθως περιλαμβάνονται ισχυρισμοί περί «εικονικών φορολογικών στοιχείων» – ότι δηλαδή μία επιχείρηση εξέδωσε πλαστά τιμολόγια ή δήλωσε ανύπαρκτες συναλλαγές. Όμως, πολλές φορές η τεκμηρίωση που παρατίθεται στα πληροφοριακά δελτία είναι ασαφής ή δεν επαρκεί για να αποδείξει την παράβαση. Παρά ταύτα, οι φορολογικές αρχές προχωρούν στον καταλογισμό των παραβάσεων, χωρίς να επιβεβαιώνουν πλήρως την αλήθεια των ισχυρισμών. Αυτό οδηγεί σε περιπτώσεις όπου επιχειρήσεις που έχουν συναλλαχθεί καλόπιστα με άλλες εταιρείες τιμωρούνται επειδή αυτές οι τελευταίες δεν ήταν εντάξει με τη φορολογική νομοθεσία.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις με τις ελεγκτικές αρχές αφορά περιπτώσεις όπου οι εταιρείες χαρακτηρίζονται «ανύπαρκτες» λόγω έλλειψης συνεργασίας ή αδυναμίας εντοπισμού στην καταχωρημένη έδρα τους. Πρόσφατο περιστατικό καταγράφει εταιρεία που είχε κριθεί ανύπαρκτη από την Υπηρεσία Ερευνών και Διασφάλισης Δημοσίων Εσόδων την περίοδο 2018-2019, η οποία ωστόσο έλαβε κρατική ενίσχυση μέσω επιστρεπτέας προκαταβολής κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Το γεγονός αυτό υποδεικνύει πως το Ελληνικό Δημόσιο την είχε καταχωρίσει ως ενεργή το 2020-2021, παρότι σήμερα οι φορολογικές αρχές την αναγνωρίζουν και πάλι ως ανύπαρκτη, εγείροντας ερωτήματα για τη συνέπεια και αξιοπιστία των ελεγκτικών μηχανισμών.
Η φορολογική διοίκηση οφείλει να αποφασίσει ξεκάθαρα εάν η συγκεκριμένη επιχείρηση υφίσταται ή όχι. Δεν είναι δυνατόν να θεωρείται ανύπαρκτη σε μια περίοδο και αργότερα να αναγνωρίζεται ως ενεργή για την παροχή κρατικής ενίσχυσης. Αυτή η αμφιταλάντευση δημιουργεί σύγχυση και υπονομεύει την αξιοπιστία των ελεγκτικών μηχανισμών, αφήνοντας ανυποψίαστους συναλλασσόμενους εκτεθειμένους σε οικονομικές συνέπειες. Η φορολογική αρχή πρέπει να διασφαλίσει τη συνέπεια και τη σαφήνεια στις αποφάσεις της, προστατεύοντας τους καλόπιστους πολίτες από ενδεχόμενες αδικίες.