«Πάτησε φρένο» η ελληνική μεταποίηση το Νοέμβριο
Ο ελληνικός τομέας μεταποίησης διατήρησε την αναπτυξιακή του πορεία κατά τη διάρκεια του Νοεμβρίου, όπως αποκαλύπτουν τα πρόσφατα στοιχεία της έρευνας PMI® από την S&P Global.
Ωστόσο, ο ρυθμός ανάπτυξης παρουσίασε επιβράδυνση σε σύγκριση με τον Οκτώβριο, καθώς η παραγωγή σημείωσε οριακή αύξηση, ενώ οι θέσεις εργασίας στον τομέα υποχώρησαν.
Η επιβράδυνση αυτή σημειώθηκε παρά την αύξηση των νέων παραγγελιών, που τροφοδοτήθηκε κυρίως από την ενισχυμένη ζήτηση στις διεθνείς αγορές. Οι επιχειρήσεις αύξησαν τις αγορές εισροών και τα επίπεδα αποθεμάτων, με τα αποθέματα ετοίμων προϊόντων να καταγράφουν τη μεγαλύτερη άνοδο από τον Οκτώβριο του 2008. Η συσσώρευση αποθεμάτων συνδέθηκε με την προετοιμασία για περαιτέρω αυξήσεις στις τιμές των εισροών και τη δημιουργία αποθεμάτων εν μέσω χαμηλότερης από το αναμενόμενο εισροής νέων παραγγελιών.
Η αύξηση του κόστους εισροών επιταχύνθηκε λόγω υψηλότερων τιμών πρώτων υλών και ενέργειας, γεγονός που ώθησε τις επιχειρήσεις να μετακυλήσουν τα κόστη στους πελάτες μέσω αυξήσεων στις τιμές πώλησης.
Παρά τις σχετικά ήπιες συνθήκες ζήτησης, ο εποχικά προσαρμοσμένος Δείκτης PMI για τον ελληνικό τομέα μεταποίησης διαμορφώθηκε στις 50,9 μονάδες τον Νοέμβριο, υποδεικνύοντας οριακή βελτίωση της συνολικής υγείας του τομέα. Ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν ο δεύτερος βραδύτερος του έτους, αλλά παρέμεινε υψηλότερος από τον μακροχρόνιο μέσο όρο.
Η μέτρια αύξηση των νέων παραγγελιών ενισχύθηκε από την αναζωογόνηση της εξαγωγικής δραστηριότητας, με τις νέες εξαγωγές να καταγράφουν τον ταχύτερο ρυθμό ανάπτυξης από τον Ιούλιο. Ωστόσο, η συνολική παραγωγή αυξήθηκε μόνο οριακά, καθώς οι επιχειρήσεις ανέφεραν επάρκεια παραγωγικής ικανότητας και αποθεμάτων για την κάλυψη της αυξημένης ζήτησης.
Η απασχόληση στον τομέα υπέστη μείωση, επιστρέφοντας σε περιβάλλον συρρίκνωσης, μετά από ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό και τη μείωση των προσωρινά απασχολούμενων. Ο ρυθμός μείωσης των θέσεων εργασίας ήταν ο δεύτερος υψηλότερος από τον Δεκέμβριο του 2020, με τις επιχειρήσεις να διαχειρίζονται με επιτυχία τις απαιτήσεις παραγωγής παρά τη μείωση.
Το αυξανόμενο κόστος οδήγησε τις επιχειρήσεις να προσαρμόσουν τις αγορές εισροών, ανησυχώντας για μελλοντικές αυξήσεις στις τιμές και καθυστερήσεις στις παραδόσεις. Παράλληλα, τα αποθέματα ετοίμων προϊόντων αυξήθηκαν με τον ταχύτερο ρυθμό των τελευταίων 15 ετών. Τέλος, η επιχειρηματική εμπιστοσύνη βελτιώθηκε, με τους κατασκευαστές να εκφράζουν αισιοδοξία για τις προοπτικές του επόμενου έτους, φτάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο από το πρόσφατο παρελθόν.