«Επιφυλακτικό» το Γραφείο Προϋπολογισμού στη Βουλή για τα σενάρια επαναφοράς του 13ου και 14ου μισθού

Το Γραφείο Προϋπολογισμού θεωρεί ότι η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη στη στρατηγική της ταχείας μείωσης του δημόσιου χρέους, κάτι που ενισχύει την αξιοπιστία της χώρας στις αγορές και αποτέλεσε βασικό λόγο για τις πρόσφατες αναβαθμίσεις από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης.
Αναθεώρηση προς τα πάνω για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2024 προβλέπει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.
Ο επικεφαλής του Γραφείου, Ιωάννης Τσουκαλάς, παρουσίασε την τριμηνιαία έκθεση, στην οποία διατυπώνεται η πρόβλεψη ότι το τελικό πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο θα επιβεβαιώσει η Eurostat τον Απρίλιο, ενδέχεται να είναι ακόμη και μεγαλύτερο από το 3,5% του ΑΕΠ.
Ο κ. Τσουκαλάς εμφανίστηκε επιφυλακτικός απέναντι στα σενάρια που κάνουν λόγο για επιστροφή του 13ου και 14ου μισθού, εξηγώντας πως δεν υπάρχουν δυνατότητες ο επιπλέον δημοσιονομικός χώρος που φαίνεται να διαμορφώνεται δεν προκύπτει από την ενεργοποίηση της ειδικής ρήτρας διαφυγής που αφορά τις αμυντικές δαπάνες, αλλά από τις υπερβάσεις που σημειώνονται στα φορολογικά έσοδα του κράτους.
Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού, η κατεύθυνση που πρέπει να έχει η αξιοποίηση αυτών των επιπλέον πόρων είναι ξεκάθαρη. Προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στη μείωση της φορολογίας των μισθωτών, δηλαδή στους εργαζόμενους που αμείβονται με μισθό και επιβαρύνονται περισσότερο από την τρέχουσα φορολογική πολιτική. Η πρόταση αυτή συνδέεται με την ευρύτερη στρατηγική της ενίσχυσης της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Η έκθεση του ΓΠΚΒ παρουσιάζει μια εικόνα σταθερότητας για την ελληνική οικονομία, σημειώνοντας ότι κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2024 συνεχίστηκε η θετική πορεία που καταγράφεται τους τελευταίους μήνες τόσο σε μακροοικονομικό όσο και σε δημοσιονομικό επίπεδο.
Ο κ. Τσουκαλάς τόνισε ότι η ελληνική οικονομία έχει χτίσει ένα σταθερό και ανθεκτικό υπόβαθρο, τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Ωστόσο, επισήμανε ότι για να διατηρηθεί και να ενισχυθεί αυτή η πορεία, είναι απαραίτητο να συνεχιστούν οι επενδύσεις, να αυξηθεί η παραγωγικότητα, και να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις, ιδίως σε τομείς που έχουν εξαγωγικό προσανατολισμό και υψηλή προστιθέμενη αξία.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού θεωρεί ότι η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη στη στρατηγική της ταχείας μείωσης του δημόσιου χρέους, κάτι που ενισχύει την αξιοπιστία της χώρας στις αγορές και αποτέλεσε βασικό λόγο για τις πρόσφατες αναβαθμίσεις από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης. Αν τελικά προκύψει επιπλέον δημοσιονομικός χώρος από την ευρωπαϊκή συμφωνία για τις αμυντικές δαπάνες, η πρόταση του Γραφείου είναι αυτός να χρησιμοποιηθεί για πολιτικές που ενισχύουν την παραγωγική βάση της οικονομίας, με βασική προτεραιότητα τη φορολογική ελάφρυνση των μισθωτών.
Κεφαλαιακό κενό 68,5 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2010 – Πότε ανακτάται το επενδυτικό απόθεμα
Σημαντική απόσταση εξακολουθεί να χωρίζει την ελληνική οικονομία από τα προ κρίσης επίπεδα του κεφαλαιακού της αποθέματος, σύμφωνα με την τελευταία Έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Εφαρμόζοντας μεθόδους από τη διεθνή βιβλιογραφία, το Γραφείο υπολογίζει ότι το ύψος του κεφαλαιακού αποθέματος για το 2024 διαμορφώνεται στα 657,2 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό είναι μειωμένο κατά 68,5 δισ. ευρώ σε σχέση με το ιστορικό υψηλό των 725,7 δισ. ευρώ που είχε καταγραφεί το 2010, γεγονός που συνεπάγεται κεφαλαιακό κενό της τάξης του 9,4%.
Η έκθεση επιχειρεί επίσης να προσδιορίσει το χρονικό ορίζοντα ανάκτησης του επενδυτικού αποθέματος του 2010, μέσω δύο σεναρίων για την πορεία των επενδύσεων. Στο πρώτο και πιο αισιόδοξο σενάριο, που προβλέπει ετήσιο ρυθμό αύξησης των επενδύσεων 6,6% —μέσος όρος της περιόδου 2017-2024—, η πλήρης ανάκτηση του κεφαλαιακού αποθέματος εκτιμάται ότι θα επιτευχθεί έως το 2030. Στο δεύτερο, πιο συντηρητικό σενάριο, με ετήσιο ρυθμό επενδύσεων στο 4,0% και χωρίς την ενίσχυση από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η ανάκτηση μετατίθεται για το 2036.
Η έκθεση υπογραμμίζει ότι σε κάθε οικονομία, οι επενδύσεις δεν αρκεί να καλύπτουν μόνο τις αποσβέσεις του υφιστάμενου κεφαλαίου, αλλά πρέπει να παράγουν και νέο κεφαλαιακό απόθεμα για την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης. Η ταχύτερη ανάκτηση του απολεσθέντος κεφαλαίου προϋποθέτει ισχυρότερους ρυθμούς επενδύσεων, κάτι που αναδεικνύει τον καίριο ρόλο των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων στην επιτάχυνση της ανάπτυξης. Παράλληλα, επισημαίνεται η πρόκληση που συνιστά η διατήρηση αυτής της αναπτυξιακής δυναμικής όταν οι σχετικοί πόροι θα εκλείψουν.