Στο 9,5% ανήλθε η ανεργία στο τέταρτο τρίμηνο του 2024

Στο 9,5% ανήλθε η ανεργία στο τέταρτο τρίμηνο του 2024, σύμφωνα με στοιχεία που ανακοίνωσε σήμερα η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ).
Ο αριθμός των απασχολουμένων ανήλθε σε 4.278.704 άτομα στο τέταρτο τρίμηνο του 2024, καταγράφοντας μείωση κατά 1% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο αλλά αύξηση κατά 2,3% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023. Η μείωση της ανεργίας αυτή οφείλεται κυρίως στη μείωση της μερικής απασχόλησης και των προσωρινών θέσεων εργασίας.
Ο αριθμός των ανέργων ανήλθε σε 449.123 άτομα, σημειώνοντας αύξηση κατά 4,8% σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο του 2024, αλλά μείωση 8,1% συγκριτικά με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Το ποσοστό ανεργίας ανήλθε σε 9,5%, παρουσιάζοντας αύξηση από το 9% του προηγούμενου τριμήνου, αλλά μείωση από το 10,5% που είχε καταγραφεί το τέταρτο τρίμηνο του 2023.
Η ανάλυση ανά φύλο δείχνει ότι οι άνδρες εμφανίζουν χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας (7,5%) σε σχέση με τις γυναίκες, οι οποίες καταγράφουν ποσοστό ανεργίας 12,1%. Ο αριθμός των ανδρών που απασχολούνται ανέρχεται σε 2.432.900, ενώ των γυναικών σε 1.845.800.
Στην ανάλυση ανά ηλικιακή ομάδα, τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας καταγράφονται στους νέους 15-19 ετών με ποσοστό 24,0% και στους νέους 20-24 ετών με ποσοστό 22,9%. Στην ηλικιακή ομάδα 25-29 ετών, το ποσοστό ανεργίας διαμορφώνεται στο 17,4%, ενώ η κατάσταση βελτιώνεται στις μεγαλύτερες ηλικίες. Στην ομάδα 30-44 ετών το ποσοστό είναι 9,8%, στις ηλικίες 45-64 ετών 6,4%, ενώ για τους άνω των 65 ετών περιορίζεται στο 6,4%.
Σε επίπεδο περιφερειών, η υψηλότερη ανεργία καταγράφεται στο Νότιο Αιγαίο με ποσοστό 15,5% και στα Ιόνια Νησιά με 14,8%. Ακολουθεί η Κεντρική Μακεδονία με ποσοστό 12,4% και η Ήπειρος με 11,6%. Η χαμηλότερη ανεργία εντοπίζεται στην Κρήτη με ποσοστό 6,4%, ενώ η Αττική, που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο όγκο του εργατικού δυναμικού, καταγράφει ποσοστό ανεργίας 7,8%.
Σε ό,τι αφορά την κατανομή των απασχολουμένων ανά τομέα δραστηριότητας, οι περισσότεροι εργάζονται στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο (17,0%), στις υπηρεσίες παροχής καταλύματος και εστίασης (8,6%), στη μεταποίηση (9,9%) και στον δημόσιο τομέα (8,2%). Σημαντική μείωση καταγράφηκε στην απασχόληση στον τομέα των ορυχείων και λατομείων, όπου η απασχόληση μειώθηκε κατά 38,8% σε ετήσια βάση. Αντίθετα, σημαντική αύξηση σημειώθηκε στον τομέα των επαγγελματικών, επιστημονικών και τεχνικών δραστηριοτήτων (14,3%) και στην εκπαίδευση (10,2%).
Σχετικά με τη φύση της απασχόλησης, η πλειονότητα των εργαζομένων είναι μισθωτοί (69,6%), ενώ το 19,7% είναι αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό και το 7,3% αυτοαπασχολούμενοι με προσωπικό. Το ποσοστό μερικής απασχόλησης μειώθηκε σημαντικά στο 5,6%, σημειώνοντας πτώση 23,8% σε ετήσια βάση, γεγονός που δείχνει τάση ενίσχυσης της πλήρους απασχόλησης. Παράλληλα, η προσωρινή εργασία περιορίστηκε στο 8,1% από 10,3% που ήταν το προηγούμενο έτος.
Στους ανέργους, η κύρια αιτία απώλειας εργασίας είναι η λήξη συμβάσεων ορισμένου χρόνου, που αντιπροσωπεύει το 37,1% των ανέργων. Το 20,2% των ανέργων αποτελείται από άτομα που δεν έχουν εργαστεί ποτέ, ενώ το 15,8% δηλώνει ότι απολύθηκε. Η μακροχρόνια ανεργία παραμένει υψηλή, με το 53,5% των ανέργων να είναι χωρίς δουλειά για πάνω από ένα έτος.
Το επίπεδο εκπαίδευσης φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στην απασχόληση, καθώς το ποσοστό ανεργίας είναι υψηλότερο μεταξύ όσων έχουν χαμηλό μορφωτικό επίπεδο. Οι κάτοχοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εμφανίζουν ποσοστό ανεργίας 6,1%, ενώ όσοι έχουν ολοκληρώσει μόνο λίγες τάξεις δημοτικού φτάνουν το 24,4%. Αντίστοιχα, οι απόφοιτοι μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης καταγράφουν ποσοστό ανεργίας 14,5%, ενώ όσοι διαθέτουν δευτεροβάθμια εκπαίδευση 10,8%.
Τέλος, το ποσοστό των ατόμων εκτός εργατικού δυναμικού ανήλθε σε 4.282.742 άτομα. Από αυτούς, τα 3.050.938 άτομα είναι ηλικίας κάτω των 75 ετών. Η πλειονότητα αυτών των ατόμων (93,5%) δηλώνει ότι δεν επιθυμεί να εργαστεί, ενώ μόλις το 5,2% εκφράζει πρόθεση να ενταχθεί στην αγορά εργασίας. Οι κυριότεροι λόγοι που οδήγησαν τους ανθρώπους εκτός του εργατικού δυναμικού είναι η συνταξιοδότηση (57,1%), η λήξη εργασίας περιορισμένης διάρκειας (17,3%) και οι οικογενειακές υποχρεώσεις (2,8%).